.

Σχέδιο "ΑΘΗΝΑ": Παρατηρήσεις σχετικά με το Πανεπιστήμιο (του Κώστα Κοκόλη)

Πρόσφατα δόθηκε στη δημοσιότητα από το Υπουργείο Παιδείας το σχέδιο «ΑΘΗΝΑ», για την Ανασυγκρότηση του Χάρτη των Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης της Χώρας. Είναι γνωστό πως η παιδεία και ο πολιτισμός, εδραιώνουν την ειρήνη στον σύγχρονο κόσμο και βοηθούν στη δημιουργία μιας κοινωνίας ανεκτικότητας και αγάπης.

Επιτρέψτε μου την παρέμβαση, γιατί πιστεύω πως τα ζητήματα της παιδείας, της εκπαίδευσης, της κατάρτισης, της μόρφωσης, της γνώσης, του πολιτισμού και όλου του σχετικού συστήματος, είναι προϋπόθεση για ένα ανθρωποκεντρικό και ταυτόχρονα ικανό σύστημα αξιών, για να επιβιώσουμε ως λαός, ως χώρα, ως έθνος στον αδυσώπητο ανταγωνισμό που εντείνεται, γι’ αυτό και είναι υπόθεση όλων μας, όλης της κοινωνίας και των οργανώσεών της και όχι μόνο αρμοδιότητα ενός φορέα π.χ. του Υπουργείου Παιδείας και καλώς αυτό, ζητά τον δημόσιο διάλογο.
Για το σχέδιο  «ΑΘΗΝΑ», κατά τη γνώμη μου, ο διάλογος θα πρέπει να λάβει υπόψη και να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως :

Τι διαφοροποιεί και τι συνδέει την Ελλάδα με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, σε θέματα Παιδείας ; Ποιές είναι οι πραγματικές νομικές δεσμεύσεις, πως ασκείται η κατοχυρωμένη από τη συνθήκη της Ρώμης εθνική πολιτική στα θέματα της παιδείας, τι διεκδικεί η χώρα μας και σε ποιες περιπτώσεις οι διατάξεις του Συντάγματος υπερισχύουν αυτών των οδηγιών της Ε.Ε. ;
Όμως από τη μια πλευρά υπάρχουν τα εκ μεταφοράς ζητήματα που είναι πολλά και καίρια και από την άλλη πρέπει να υπάρχουν οι εθνικές θέσεις, όπως απορρέουν από το Σύνταγμα της χώρας μας. Και όσον αφορά τα ζητήματα της Παιδείας οι θέσεις αυτές δεν άλλαξαν από το 1975, παρά τις έως σήμερα  τρεις (1986,2001,2008) αναθεωρήσεις του.
Βέβαια στην Ευρώπη εξακολουθεί και σήμερα να βρίσκεται σε εξέλιξη η μεταρρύθμιση των συστημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με αρχή τη διαδικασία της διακήρυξης της Μπολόνια, στην οποία συμμετέχει και η χώρα μας, που είναι μία εκούσια δέσμευση κάθε υπογράφουσας χώρας να μεταρρυθμίσει το εκπαιδευτικό της σύστημα.
Η εν λόγω όμως δέσμευση δεν επιβάλλεται στις εθνικές κυβερνήσεις ή τα πανεπιστήμια και τα κράτη μέλη παραμένουν εξ ολοκλήρου αρμόδια για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού τους συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία.
Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει τα διεθνή πρότυπα αναφορικά με το εννοιολογικό περιεχόμενο αλλά και τη χρήση των όρων, όπως «τριτοβάθμια εκπαίδευση», «διά βίου μάθηση», «κατάρτιση».
Κατά το Σύνταγμα (1975) άρθρο 16 παράγραφος 5, η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση.
Ενώ στην παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου 16 αναφέρεται : Η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Κράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια.
Η διάταξη αυτή είναι σήμερα ανενεργή, αφού από τα ΚΑΤΕ (ν. 652/1970) και τα ΚΑΤΕΕ (ν.576/1977), που κωδικοποίησαν τις μέχρι τότε διατάξεις, φθάσαμε στα ΤΕΙ (ν.1404/1973), δηλαδή από την ανώτερη, τεχνική και επαγγελματική, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Όμως και στα ΤΕΙ με το νόμο 1404/1983 οι σπουδές σε κάθε τμήμα τους, κατέληγαν στην απόκτηση πτυχίου , που έδινε τη δυνατότητα άσκησης ενός επαγγέλματος και διακρίνονταν σαφώς ως προς το ρόλο και την κατεύθυνση των ίδιων και των αποφοίτων τους και ως προς το περιεχόμενο και τους τίτλους σπουδών, από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΑΕΙ).
Η επικρατούσα βέβαια νοοτροπία ότι η κοινωνική ένταξη επιτυγχάνεται μόνο μέσα από τα ΑΕΙ, ήταν ισχυρότερη της ανάγκης κάλυψης και αυτής ακόμη της ανεργίας.
Έτσι με τους νόμους 2916/2001, 3549/2007, 3685/2008, 3794/2009, 4009/2011, τα ΤΕΙ, αφού εντάχθηκαν στην ανώτατη εκπαίδευση (άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος), αποτελούν, σήμερα, τον έναν από τους δύο παράλληλους τομείς αυτής, τον τεχνολογικό, που λειτουργεί συμπληρωματικά με τον πανεπιστημιακό τομέα, χωρίς όμως να έχουν γίνει πλήρως ανώτατα, αφού μέχρι το 2008 δεν χορηγούσαν μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών και μέχρι σήμερα δεν χορηγούν διδακτορικά διπλώματα, που έχουν κύριο αντικείμενο την έρευνα.
Είναι φανερό πάντως ότι οι παραπάνω ρυθμίσεις δεν στάθηκαν ικανές να ξεπεράσουν το πρόβλημα διαφοροποίησης μεταξύ Πανεπιστημίων και Τ.Ε.Ι και να φτιάξουν ένα μηχανισμό εσωτερικού ισοζυγίου μέσα στο σύστημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στον οποίο να μην υπάρχει εσωτερική διαβάθμιση.
Τι σημαίνει και τι συνεπάγεται η μη πανεπιστημιακή κατεύθυνση των ΤΕΙ ; Υπάρχει λόγος ύπαρξης σχολών ΤΕΙ ίδιας κατεύθυνσης με όμοιες των ελληνικών Πανεπιστημίων ;
Ποιες είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις λειτουργίας π.χ. των τεχνολογικών σχολών για να θεωρούνται ΑΕΙ πανεπιστημιακής κατεύθυνσης ;
Λαμβάνοντας υπόψη πως για την ισοτίμηση των πτυχίων, βασικές παράμετροι είναι η κατεύθυνση και το περιεχόμενο σπουδών, έξυπνα και ευέλικτα το ΕΜΠ πρότεινε την απονομή master στους αποφοίτους του, πράγμα που μπορεί να έχει εφαρμογή και σ’ όλες τις πανεπιστημιακές σχολές με σπουδές περισσότερων ετών (Ιατρικές, Γεωπονικές κ.ά).
Από την άλλη «Θέλουμε να αναβαθμίσουμε τα Τεχνολογικά Ιδρύματα. Αλλά πως; Επιστρέφοντας στην αρχική φιλοσοφία, δηλαδή εκείνη της τεχνολογικής εκπαίδευσης. Θέλουμε τα ΤΕΙ να αποτελέσουν έναν ισχυρό, τεχνολογικό πυλώνα εκπαίδευσης, όχι να γίνουν κακέκτυπα των Πανεπιστημίων», τόνισε στην παρουσίαση του Σχεδίου «Αθηνά» (συνέντευξη Τύπου της 31-01-13) ο Υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, κ. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος. Δεν πιστεύω βέβαια ο κ. Υπουργός να εννοεί επιστροφή στην «ανώτερη» εκπαίδευση.
Έχουμε δηλαδή ανώτατη (Πανεπιστήμια), ολίγον ανώτατη (ΤΕΙ) και καθόλου ή ολίγη επαγγελματική ή άλλη ειδική εκπαίδευση (με τις μόνες ανώτερες, αυτού του επιπέδου σήμερα, Σχολές Εκκλησιαστικές, Χορού και Δραματικές, Τουριστικών Επαγγελμάτων, Εμπορικού Ναυτικού, Υπαξιωματικών, Αστυφυλάκων)
Πως λοιπόν να αποτελέσει η ανώτατη εκπαίδευση εργαλείο ανάπτυξης, όταν στην προσπάθεια μεταρρύθμισης με το σχέδιο «ΑΘΗΝΑ» διατηρείται η σύγχυση σ’ αυτή, και δεν στηρίζεται από την ανύπαρκτη επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση ;
Θα μου πει όμως κάποιος, «ειδικός» όπως πιστεύω, από τους συντάκτες του σχεδίου «ΑΘΗΝΑ», πως την έλλειψη αυτή την καλύπτουν τα ΤΕΙ. Γι’ αυτό και το σχέδιο συγκρίνει τα ΙΕΚ, που είναι μετα-λυκειακή κατάρτιση, με τα ΤΕΙ, που είναι εκπαίδευση και μάλιστα ανώτατη και αναφέρει ενδεικτικά και αιτιολογικά τομείς που αλληλεπικαλύπτονται.
Άσχετα πράγματα, δηλαδή και πλήρης σύγχυση. Επί πλέον, στο ίδιο σχέδιο «ΑΘΗΝΑ», αναφέρονται ως ΑΕΙ μόνο τα Πανεπιστήμια, πράγμα που, σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία, είναι λάθος και δικαιολογημένα δημιουργεί υποψίες, αν όχι καχυποψίες.
Η σύντομη ανάλυση που προηγήθηκε, έγινε για να διδάσκει και να μας καθοδηγεί, ενώ ο κανόνας θέλει τα πράγματα να κρίνονται εκ του αποτελέσματος και επειδή αυτό δεν φαίνεται να είναι θετικό.

Γι’ αυτό, για το σχέδιο «ΑΘΗΝΑ» προτείνεται :

Επειδή κατά το Σύνταγμα (άρθρο 16 παράγραφος 5) συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως ο νόμος ορίζει.
Επειδή υπάρχει ανάγκη αξιοποίησης της γνώσης, ως συντελεστή παραγωγής.
Η μόνη και ενδεδειγμένη λύση, που δίνει ξεκάθαρες και χωρίς σύγχυση απαντήσεις, είναι πως οι συγχωνεύσεις που προτείνει το σχέδιο «ΑΘΗΝΑ» θα πρέπει να επεκταθούν και να γίνουν και μεταξύ των δύο, από 12ετίας, συσταθέντων τομέων Πανεπιστημιακού και Τεχνολογικού, η διάκριση των οποίων μέχρι σήμερα μόνο σύγχυση προκαλεί, μεταξύ των ομοειδών σχολών και τμημάτων της ανώτατης εκπαίδευσης.
Αλλιώς υπάρχει διάκριση και παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που, το κατά Σύνταγμα, είναι ίδιου επιπέδου εκπαίδευσης.
Η ανώτατη εκπαίδευση είναι μία και πρέπει να παρέχεται, κατά το Σύνταγμα, σε επίπεδο Πανεπιστημίου.
Η λέξη ΤΕΙ και όχι μόνο για λόγους συνειρμού, θα πρέπει να απαλειφθεί από τα θεσμικά κείμενα της ανώτατης εκπαίδευσης και να αντικατασταθεί από τη λέξη Πανεπιστήμιο, με την προσθήκη ή όχι, προσωνυμίας με την εξειδίκευσή του (τεχνολογικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, γεωπονικό ή άλλο).
Αυτό βέβαια πρέπει να γίνει με νομοθετική ρύθμιση (τροποποίηση του Ν.4009/2011), αφού στην παρουσίαση του Σχεδίου «Αθηνά» (συνέντευξη Τύπου της 31-01-13) ο Υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, κ. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, δήλωσε πως «Γνωρίζετε, πάντως, ότι το Σχέδιο αυτό, δεν μετουσιώνεται και δεν υλοποιείται μέσα από ένα Νομοσχέδιο, αλλά με Προεδρικά Διατάγματα και Υπουργικές Αποφάσεις».
Για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, που προτείνεται να έχει τη συμβολική ονομασία «Παύλος Μελάς», κατά το Αττικό «Αδαμάντιος Κοραής» του σχεδίου «ΑΘΗΝΑ», προτείνεται να είναι το μοναδικό ΑΕΙ στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, όπου θα συγχωνευτούν ή θα δημιουργηθούν σχολές και τμήματα όλων ή των περισσότερων ομοειδών σχολών και τμημάτων της υφιστάμενης σημερινής δομής του Πανεπιστημίου και του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας.
Στην Κοζάνη που είναι το διοικητικό κέντρο Περιφέρειας και το σταυροδρόμι δικτύων, θα πρέπει να είναι όχι μόνο η έδρα αλλά και το campus του Πανεπιστημίου, με τη δυνατότητα λειτουργίας και σχολών ή τμημάτων αυτού και σε άλλες πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας, εφόσον διοικητικά αυτό είναι δυνατό, όπως και σήμερα άλλωστε συμβαίνει.
Για τα πλεονεκτήματα της Δυτικής Μακεδονίας με τον υπόγειο ορυκτό πλούτο, την ενέργεια, τον υπέργειο φυσικό πλούτο με τα νερά (τα περισσότερα), τα δάση, τα οικοσυστήματα, τον κρυμμένο αρχαιολογικό θησαυρό και την αρχιτεκτονική κληρονομιά, τη διατήρηση των τοπικών πολιτισμών και άρα με ισορροπημένο πολιτισμικό περιβάλλον, που   βρίσκεται πάνω στον άξονα ανατολής-δύσης, για τα όποια οδικά, ενεργειακά ή άλλα δίκτυα και έχει εξωστρεφές εμπόριο με τη γούνα, τα μάρμαρα, τον κρόκο, τα κρασιά και προσβλέπει στη μεγάλη ενδοχώρα των Βαλκανίων, έχουν τον πρώτο λόγο, να αιτιολογήσουν την αναγκαιότητα ύπαρξης Πανεπιστημίου, οι θεσμικοί φορείς αυτής.
Βέβαια η επαγγελματική ή άλλη ειδική εκπαίδευση, σχεδόν ανύπαρκτη σήμερα, που θα πρέπει να στοχεύει στην ικανοποίηση των τοπικών αναγκών για ανώτερη εκπαίδευση, αυτή μπορεί να θεραπευτεί με την ίδρυση σχολών σε κάθε πόλη,  που να λειτουργούν ως περιφερειακά εκπαιδευτικά κέντρα. Αλλά αυτή (η ανώτερη εκπαίδευση) δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαβούλευσης.
Η παραγωγή ενός προϊόντος, έργου ή υπηρεσίας, προκειμένου να πετύχει το άριστο αποτέλεσμα χρειάζεται ανώτατα, ανώτερα, μεσαία και κατώτερα στελέχη με αλληλένδετες γνώσεις και διακριτούς ρόλους, που το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να παράσχει.
Ενώ παράλληλα με την ποιοτική αναβάθμιση δεν πρέπει να αποκλείεται από τη συζήτηση και το ζήτημα της χρηματοδότησης.
Κοζάνη 6-2-2013
Με τιμή
Κώστας Α. Κοκόλης
* Πρόταση για την Ονομασία του. Η εικόνα του Παύλου Μελά, που έμελλε να γίνει το γνωστότερο και μακροβιότερο σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα, παραπέμπει συνειρμικά αποκλειστικά στη Δυτική Μακεδονία, σε όλους τους Νομούς της οποίας έδρασε.
Κατά συνέπεια με το λογότυπο προβάλλεται μια αντιπροσωπευτική προσωπικότητα της ιστορικής παράδοσης της Δυτικής Μακεδονίας.
Μάλιστα το νεαρό της ηλικίας του και η αλκή της νιότης του, που εκείνος πρόσφερε με ηρωισμό και υπερηφάνεια σ’ αυτό που λέγεται πατρίδα, αποτελεί συμβολισμό, μιας ιδέας, για όλους μας, και προπαντός για  όλους τους νέους ενός Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, όπως  το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. «Γιατί όλες οι ευγενικές ιδέες έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους. Και καμιά δεν προκόβει χωρίς ηρωισμό»(ΝαταλίαΠ.Μελά1926).Πηγή, για την αιτιολόγηση, [Ο Μακεδονικός Αγώνας (τα ΝΕΑ)]

* Ο Κώστας Κοκόλης είναι πρώην Πρόεδρος του ΤΕΕ/τμ. Δυτικής Μακεδονίας

0 σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοσίευση σχολίου