.

Ελληνικός Λιγνίτης: Εξαίρεση στο διεθνή κανόνα;

Επί δυο συνεχείς δεκαετίες ο ετήσιος καθαρός ρυθμός αύξησης της εγκατεστημένης ισχύος άνθρακα και λιγνίτη, παγκοσμίως, κυμαινόταν στα 20-25GW, ρυθμός ο οποίος τριπλασιάστηκε μετά το 2005. Ωστόσο, από το 2010 και έπειτα, το καύσιμο το οποίο επί δεκαετίες στήριξε την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας έπεσε σε δυσμένεια.
Από το σύνολο των ανθρακικών σταθμών που είχαν σχεδιαστεί το 2010, μόλις 1 στους 3 τελικά έφτασε στο στάδιο της κατασκευής. Οι αιτίες αποτυχίας ποικίλουν ανά χώρα: ο ανταγωνισμός με άλλες φθηνότερες μορφές ενέργειας, η δυσκολία εξεύρεσης πόρων λόγω της αλλαγής πολιτικής των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, το αυξανόμενο κόστος εκπομπών CO2, η εντεινόμενη ανησυχία για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, η οικονομική ύφεση, η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, έχουν όλα συμβάλει στην πίεση που δέχεται ο άνθρακας.

Τα τελευταία τρία χρόνια 24 αμερικάνικες επιχειρήσεις άνθρακα χρεοκόπησαν, ενώ μέσα σε μια πενταετία οι δύο μεγαλύτερες εταιρείες εξόρυξης των ΗΠΑ, η Peabody και η Arch Coal, έχασαν το 87% και 96%, αντίστοιχα, της αξίας τους. Στην Ευρώπη, η αξία της μετοχής της γερμανικής RWE (3η μεγαλύτερη εταιρεία ηλεκτρισμού στην Ευρώπη βάσει πωλήσεων) έχει σημειώσει πτώση κατά 70% σε σχέση με το 2007, ενώ μέσα στο 2014 σχεδόν οι μισές συμβατικές μονάδες παραγωγής της αποδείχθηκαν ζημιογόνες. Η ανακοίνωση των ετήσιων αποτελεσμάτων του έτερου γερμανικού γίγαντα, της E.ON, συνοδεύτηκε από ζημιές-ρεκόρ ύψους €3,2 δις.

Προτού καταστούν ενεργειακά απολιθώματα, ορισμένοι κολοσσοί της Ευρώπης έχουν επιλέξει να καταστρώσουν το δικό τους πλάνο προσαρμογής στο νέο ενεργειακό τοπίο. Η Ε.ΟΝ έχει ήδη αποφασίσει να επενδύσει €5 δις σε έξυπνα δίκτυα διανομής και έργα ΑΠΕ˙ η 100% δημόσια σουηδική Vatenfall ανακοίνωσε την πρόθεσή της να πουλήσει τα λιγνιτικά της ορυχεία στην Γερμανία και τις αντίστοιχες παραγωγικές μονάδες˙ η ιταλική ENEL, μια από τις 7 μεγαλύτερες εταιρείες ενέργειας παγκοσμίως, δεσμεύτηκε δημόσια να αποσυρθεί από τις επενδύσεις σε άνθρακα, και να στραφεί σε συστήματα εξοικονόμησης και αποθήκευσης ενέργειας και μονάδες ΑΠΕ.

Είναι σαφές πως όσοι έχουν ακόμα συμφέροντα στη διαιώνιση του συμβατικού μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής δεν θα πέσουν αμαχητί, ποντάροντας κυρίως στον φόβο της απώλειας θέσεων εργασίας και της επιβολής δυσβάσταχτων οικονομικών βαρών στις επιχειρήσεις ενέργειας που θα επιφέρει ο μετασχηματισμός της αγοράς ενέργειας. Στις ΗΠΑ, 21 «ανθρακικές» Πολιτείες έχουν κινηθεί δικαστικά ενάντια στην προσπάθεια της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA) να ρυθμίσει τις εκπομπές υδραργύρου και αρσενικού από τις ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες. Η πρωτοβουλία της ΕΡΑ αναμένεται να κοστίσει στις εταιρείες περίπου $9,6 δις, ωστόσο τα εκτιμώμενα οφέλη από την προστασία της δημόσιας υγείας θα κυμανθούν στα $37-90 δις ετησίως. μια αντίστοιχη συμμαχία επιχειρήσεων ενέργειας και τοπικών αρχών θα συναντήσουμε και στην Γερμανία, όπου η πρόθεση του Υπ. Οικονομικών να επιβάλει έναν «κλιματικό φόρο» στις απαρχαιωμένες μονάδες άνθρακα τον έφερε σε οξεία αντιπαράθεση με τους ηγέτες των ανατολικών κρατιδίων που εξαρτώνται από τον λιγνίτη.

Αποτελεί ο ελληνικός λιγνίτης εξαίρεση στα παραπάνω; Το αντίθετο. Η ίδια η ΔΕΗ εκτιμά πως η εξαιρετικά χαμηλή ποιότητα των ελληνικών κοιτασμάτων οδηγεί αναπόφευκτα σε μεγάλο κόστος ηλεκτροπαραγωγής. Έτσι, σύμφωνα με υπολογισμούς της επιχείρησης, ακόμα και η νέα λιγνιτική μονάδα που σχεδιάζει, η Πτολεμαΐδα V, δεν θα είναι οικονομικά συμφέρουσα εφόσον οι τιμές δικαιωμάτων εκπομπής CO2 θα ξεπεράσουν τα €30/t. Πράγμα εξαιρετικά πιθανό, καθώς η εφαρμογή του μηχανισμού της Ε. Επιτροπής Market Stability Reserve μπορεί να οδηγήσει τις τιμές ακόμα και στα €40/t. Η προβεβλημένη λύση της τεχνολογίας αποθήκευσης CO2 θα επιβαρύνει, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΕΗ, τη λειτουργία της νέας μονάδας κατά περίπου €200 εκ. ετησίως ενώ θα μειώσει το βαθμό απόδοσής της από 41,5% στο 30,1%. Ως εκ τούτου, η επιχείρηση έχει κρίνει την εναλλακτική αυτή ως ασύμφορη. Τα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ για το έτος 2014 ήταν επίσης αποκαλυπτικά. Η ετήσια δαπάνη για αγορά δικαιωμάτων CO2 έχει ανέλθει στα €217 εκ. ενώ το καθαρό χρέος της επιχείρησης διαμορφώθηκε στα €5.000 εκ, καθιστώντας την εύρεση ιδίων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση της σχεδιαζόμενης μονάδας ακόμα πιο δύσκολη.

Το παράδοξο της ελληνικής πραγματικότητας είναι η ομοφωνία όλων των αρμόδιων φορέων για την επέκταση της λιγνιτικής δραστηριότητας, ως αντίδοτο μάλιστα στις επιπτώσεις της εισόδου της χώρας στην μεταλιγνιτική εποχή! Η ομοφωνία αυτή φαίνεται πως εξελίσσεται και σε μια άτυπη λιγνιτική πλειοδοσία. Ο Υπουργός ΠΑΠΕΝ δήλωσε πως η κυβέρνηση οφείλει στον ελληνικό λαό τη μονάδα Πτολεμαΐδα-V, το ΤΕΕ Δ. μακεδονίας τάχθηκε υπέρ της κατασκευής και δεύτερης μονάδας στη μελίτη, μέρος της αντιπολίτευσης έθεσε ακόμα ψηλότερα τον πήχη ζητώντας να ανοίξουν νέα ορυχεία στη Δράμα και την Ελασσόνα, ενώ ο νέος Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ νοστάλγησε τις ημέρες που η συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα βρισκόταν στο 78%.

Κι όμως, υπάρχει εναλλακτική

Πρόσφατη μελέτη του WWF Ελλάς («Καθαρές εναλλακτικές στην Πτολεμαΐδα V») έδειξε πως το ωριαίο φορτίο βάσης για το οποίο έχει σχεδιασθεί η Πτολεμαΐδα V μπορεί να καλυφθεί από υβριδικούς συνδυασμούς αιολικών και φωτοβολταϊκών μονάδων με αντλησιοταμιευτικούς σταθμούς, οι οποίοι θα προσφέρουν την απαραίτητη αποθηκευτική ικανότητα. Πολλές από αυτές τις εναλλακτικές μάλιστα χαρακτηρίζονται και από χαμηλότερο σταθμισμένο κόστος ενέργειας σε σύγκριση με την Πτολεμαΐδα V.

Προκύπτει λοιπόν μια σειρά εύλογων ερωτημάτων. Υπό ποιες συνθήκες έχει κριθεί συμφέρουσα η επένδυση 1,4 δις € για την Πτολεμαΐδα V; Ποια είναι τα σενάρια εξέλιξης των τιμών δικαιωμάτων CO2 τα οποία έχει εξετάσει η ΔΕΗ; Πώς θα αντιμετωπίσει η επιχείρηση την αυστηροποίηση των επιτρεπτών ορίων εκπομπών ρύπων για τις μονάδες της ΕΕ που είναι σε εξέλιξη αυτή τη στιγμή, των οποίων, όπως όλα δείχνουν, θα υπολείπεται η Πτολεμαΐδα V πριν καν κατασκευαστεί; Ποιες είναι οι εναλλακτικές λύσεις οι οποίες εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν; Σκοπεύει πράγματι η ΔΕΗ να υλοποιήσει την τεχνολογία αποθήκευσης CO2;

Έχει έρθει η ώρα να απαντηθούν δημόσια τα παραπάνω ερωτήματα ώστε να αποτελέσουν αφορμή για έναν ανοιχτό διάλογο για την εθνική ενεργειακή στρατηγική. Ο διάλογος αυτός, που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει ένα «δημοκρατικό ενεργειακό σχεδιασμό», αυτή τη στιγμή εξελίσσεται αποκλειστικά ανάμεσα στους θιασώτες του λιγνίτη. Εναλλακτικές επιλογές υπάρχουν, και αυτό που απομένει είναι η παράθεση του συγκριτικού οφέλους και κόστους της κάθε μιας από αυτές.

Μιχάλης Προδρόμου

Σύμβουλος σε θέματα ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής του WWF Ελλάς
http://oikotrives.gr

0 σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοσίευση σχολίου