.

Επιχειρηματικό πάρτι «α λα ελληνικά» στην πράσινη ενέργεια

Αναδημοσίευση: Εφ. Τα Νέα, του Γιώργου Φιντικάκη, 22/8/09

Ένα επιχειρηματικό πάρτι που υπόσχεται μεγάλα κέρδη με χαμηλό ρίσκο, ενώ δεν έχει πάντα σαφείς κανόνες παιχνιδιού, αφού το όλο σύστημα λειτουργεί «α λα ελληνικά», έχει στηθεί τα τελευταία χρόνια με την πράσινη ενέργεια. Πάνω από 2.000 μικρές, μεσαίες και μεγάλες, εγχώριες και ξένες εταιρείες συνωστίζονται γύρω από ένα επενδυτικό έργο που κατά τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις θα φτάσει τα 11 δισ. ευρώ, αλλά κατά τις πιο αισιόδοξες μπορεί και να υπερβεί τα 22 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2020, οπότε και λήγει η προθεσμία επίτευξης των σχετικών κοινοτικών στόχων. Το πάρτι αυτό δεν έχει προσελκύσει μόνο εταιρείες από τον χώρο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, αλλά ειδικά στα φωτοβολταϊκά πάρκα ενεπλάκησαν άνθρωποι από κάθε κλάδο επαγγελματικής δραστηριότητας οι οποίοι είδαν στην ηλιακή ενέργεια μια ευκαιρία για εύκολα και μεγάλα κέρδη. Η εν λόγω προσδοκία καλλιεργήθηκε από τους ίδιους τους αρμόδιους φορείς και ενισχύθηκε από τα μελετητικά και νομικά γραφεία, από τους περισσότερο μέχρι σήμερα ωφελημένους της υπόθεσης.

Σίγουρη πελατεία και επιδοτήσεις
Ο λόγος για το πράσινο αυτό ενδιαφέρον δεν είναι τυχαίος. Οι ανανεώσιμες επενδύσεις, όχι μόνο τυγχάνουν σίγουρης πελατείας, δηλαδή τον ΔΕΣΜΗΕ, αφού για 20 χρόνια υποχρεούται να αγοράζει την παραγόμενη πράσινη ενέργεια σε «κλειδωμένη», υψηλή και γνωστή από σήμερα τιμή, αλλά και επιδοτούνται με γενναία επιχορήγηση από τον Αναπτυξιακό Νόμο (κατά 35%). Και μπορεί σαν απόρροια της κρίσης, τους τελευταίους μήνες, να μην εκταμιεύονται επιδοτήσεις από τον Αναπτυξιακό, και εκατοντάδες μικρά σχέδια φωτοβολταϊκών να βρίσκονται στον αέρα, ωστόσο το ευνοϊκό αυτό καθεστώς διπλής επιδότησης (εγγυημένη τιμή, ενίσχυση από Αναπτυξιακό) σε πολύ λίγες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει.

Συμπερασματικά, αν κανείς δεν μπλέξει με την ελληνική γραφειοκρατία και καταφέρει να φέρει σε πέρας την επένδυσή του, έπειτα από την απόσβεσή της (σε 6-8 χρόνια, ανάλογα με την απόδοση και το αν πρόκειται για αιολικά ή φωτοβολταϊκά), τα έσοδα από την πώληση της παραγόμενης ενέργειας είναι, στο μεγαλύτερό τους μέρος, σίγουρα κέρδη και χωρίς καμία προσπάθεια από τη στιγμή που θα τελειώσει το έργο.

Το δέλεαρ της πράσινης επένδυσης
Για να αντιληφθεί κανείς το δέλεαρ της πράσινης επένδυσης, ένας συμβατικός παραγωγός, για παράδειγμα η ΔΕΗ, αφού πρώτα λάβει μέρος στην ημερήσια δημοπρασία του ΔΕΣΜΗΕ (χονδρεμπορική αγορά) όπου πριμοδοτούνται οι μονάδες με τα χαμηλότερα κόστη, εν συνεχεία αγοράζει χονδρικώς την ενέργεια προς 45-50 ευρώ/ μεγαβατώρα και την πουλάει στη λιανική, δηλαδή στους πελάτες της, προς 75-80 ευρώ/ μεγαβατώρα κατά μέσον όρο. Αντίθετα, ο παραγωγός αιολικής, φωτοβολταϊκής και κάθε άλλης πράσινης μορφής ενέργειας (από υδροηλεκτρικά, βιομάζα, κ.λπ.) δεν χρειάζεται να συμμετέχει στις ημερήσιες δημοπρασίες της ελεύθερης αγοράς ηλεκτρισμού.

Η ενέργεια που παράγει αγοράζεται απευθείας από το Σύστημα με προτεραιότητα έναντι των άλλων μορφών, ακριβώς για να διευκολυνθούν η χρηματοδότηση και οι επενδύσεις σε έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Και η εγγυημένη επιδοτούμενη τιμή στην οποία αγοράζει το σύστημα, π.χ. την ενέργεια ενός φωτοβολταϊκού σταθμού είναι κατά μέσον όρο 460 ευρώ/ μεγαβατώρα. Πρόκειται για τιμή 10 φορές πάνω από τη χονδρική τιμή στην οποία αγοράζει η ΔΕΗ. Στην αιολική ενέργεια η επιδότηση δεν είναι τόσο κραυγαλέα, αφού η τιμή είναι 80,14 ευρώ/ μεγαβατώρα.

Ο καταναλωτής θα καλύψει το κόστος
Όμως, όσα δίνει το Δημόσιο με το ένα χέρι για την επιδότηση των ΑΠΕ, θα τα εισπράξει ως έναν βαθμό στο μέλλον με το άλλο χέρι, από τον καταναλωτή. Συγκεκριμένα, τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ της χαμηλής χονδρικής τιμής και της υψηλής επιδοτούμενης πράσινης τιμής καλείται να καλύψει το τέλος υπέρ ΑΠΕ που καταβάλλουμε όλοι οι καταναλωτές σαν χωριστή χρέωση μαζί με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ. Σήμερα το τέλος αυτό είναι αμελητέο και ανέρχεται σε 0,3 ευρώ/ μεγαβατώρα. Δηλαδή σε ένα νοικοκυριό με κατανάλωση στις 2.000 κιλοβατώρες το τετράμηνο, είναι μόνο 60 λεπτά. Αλλά ο ΔΕΣΜΗΕ αναμένεται να αποστείλει εισήγηση στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας ώστε η χρέωση να αυξηθεί σε πρώτη φάση στο 1,5 ευρώ/ μεγαβατώρα, προκειμένου να καλυφθεί η αυξημένη παραγωγή ενέργειας από τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά που θα εγκατασταθούν στη χώρα τα επόμενα χρόνια. Δηλαδή, ένα νοικοκυριό που πλήρωνε 60 λεπτά τέλος ΑΠΕ, θα κληθεί να πληρώσει 3 ευρώ.

Πάνω από 2.000 μικρές και μεγάλες, εγχώριες και ξένες εταιρείες «στην ουρά» για επενδύσεις που κατά τις πλέον μετριοπαθείς εκτιμήσεις θα φτάσουν τα 11 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2020

Μεγάλη «μπίζνα» η εμπορία αδειών

Μια άλλη μεγάλη «μπίζνα» που άνοιξε με την αγορά των ΑΠΕ, είναι η εμπορία αδειών. Η αποκαλούμενη και ως «δευτερογενής αγορά» δημιουργήθηκε χάρη στα κενά και στις ασάφειες του νόμου και την «α λα ελληνικά» λειτουργία του όλου συστήματος αδειοδότησης. Κάποιοι έσπευσαν να καταθέσουν αιτήσεις για επενδυτικά σχέδια, με στόχο όχι να τα κατασκευάσουν, αλλά να αποσπάσουν απλώς τις πολυπόθητες άδειες.

Στην αγορά εμπορίας πράσινων αδειών, ένα αδειοδοτημένο μεγαβάτ υπολογίζεται ότι πωλείται προς 100.000-120.000 ευρώ αν είναι αιολικό και προς 200.000-300.000 ευρώ αν είναι φωτοβολταϊκό, ανάλογα πάντα με τον βαθμό απόδοσης, την περιοχή χωροθέτησης, τις αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας, κ.λπ. Έτσι, έχοντας κανείς καταβάλει ένα ποσό της τάξης των 20.000 ευρώ για φωτοβολταϊκό και 40.000-50.000 ευρώ για αιολικότόσο είναι περίπου το κόστος κατάθεσης ενός πλήρους φακέλου- ο κατά τα άλλα ενδιαφερόμενος επενδυτής ποντάρει στο να εξασφαλίσει πολλαπλάσια.

0 σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοσίευση σχολίου