.

Για την ανάγκη αναθεώρησης της ενεργειακής μας πολιτικής

Του Ξενοφώντα Μιχαηλίδη*

Η ιδιωτικοποίηση του 40% της παραγόμενης από τη ΔΕΗ λιγνιτικής ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω ενός σχήματος που η κυβέρνηση αποκαλεί «ισοδύναμες λύσεις»,- ανταλλαγή, πώληση ή ενοικίαση του 40% - στάθηκε αντικείμενο εκτεταμένης συζήτησης- και διαφωνίας - κατά τον τελευταίο μήνα.
Φαινομενικά, η προτεινόμενη λύση αποτελεί για την κυβέρνηση την απλούστερη λύση. Το δύσκολο ερώτημα για την κυβέρνηση είναι πώς θα σκληρύνουν οι εισοδηματικοί περιορισμοί που έθεσε η τρόικα. Το φαινομενικά μεγάλο πλεονέκτημα μιας ιδιωτικοποίησης (εάν γίνει σωστά) είναι η ενισχυμένη δέσμευση της κυβέρνησης απέναντι στην τρόικα να μην επιδοτήσει (να σκληρύνει τους σκληρούς εισοδηματικούς περιορισμούς) και τα όποια πλεονεκτήματα μπορεί να προσφέρει η ιδιωτική διαχείριση. Όταν μια εταιρεία περάσει στον ιδιωτικό τομέα, δεν έχει αξιώσεις στο δημόσιο κορβανά. Η θα κολυμπήσει ή θα βουλιάξει.
Από την άλλη όμως η προτεινόμενη λύση της κυβέρνησης συνιστά επιλογή υψηλού κινδύνου καθώς μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα, για το σύνολο της οικονομίας, αντίστοιχα με αυτά που προκάλεσαν τα ποικίλων αποχρώσεων και διαβαθμίσεων μοντέλα που δοκιμάστηκαν και εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών στις κυριότερες οικονομίες του πλανήτη.

Για να τοποθετήσω τα πολυσύνθετα θέματα της ενέργειας σε ένα πλαίσιο θα κάνω τρείς συμπερασματικές παρατηρήσεις που βασίζονται στην ανάλυση των μέχρι σήμερα οικουμενικών εμπειριών.

Πρώτον, υπάρχει ο κίνδυνος της αποτυχίας της απελευθέρωσης και της ρύθμισης της αγοράς. Είκοσι χρόνια μετά την υιοθέτηση των σχετικών νομοθεσιών και οδηγιών τα υποδείγματα κάθε φάσματος και χροιάς που δοκιμάστηκαν μέχρι σήμερα στις κυριότερες οικονομίες του πλανήτη παρουσίασαν αντί ανταγωνισμού αύξηση της συγκεντροποίησης, αντί μείωση αύξηση των τιμών της Κwh, αδυναμία ρύθμισης και ελέγχου της άσκησης μονοπωλιακών πρακτικών (European commission 2009).
Η καταστροφική κρίση στην Καλιφόρνια και η αντίστοιχη στην ανατολική ακτή¬, όπως και αυτή της Βραζιλίας, η κατάρρευση της Enron, τα block out στην Νέα Ζηλανδία και στην κεντρική Ευρώπη, η αύξηση των μονοπωλίων μέσω των εξαγορών και των συγχωνεύσεων και η δημιουργία «εθνικών πρωταθλητών», οι συμπράξεις και οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, είναι τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα που καταδεικνύουν ότι το ανταγωνιστικό μοντέλο αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα (P.Joskow, D.Newbery, Dr.Price Watts, M.Pollitt, etc).

Δεύτερον, παρόλο που δεν υπάρχουν ικανά στοιχεία, οι «ισοδύναμες λύσεις» μέσω του μηχανισμού των εικονικών ή των πραγματικών πλειστηριασμών, από το παράδειγμα της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της Αγγλίας- το υπόδειγμα της οποίας υιοθέτησαν οι περισσότερες οικονομίες-, όπου ο ρυθμιστής έκανε χρήση κάθε τρόπου προκειμένου να κατακερματίσει την παραγωγή και όποιος παραγωγός επεδίωκε την εγκαθίδρυση ολοκληρωμένης επιχείρησης εξωθούνταν να πωλήσει μονάδες, προκύπτει ότι πολλοί νέοι παραγωγοί που στερούνταν πορτοφόλια πωλήσεων- πελατών, χρεοκόπησαν. Οι καταναλωτές- γεγονός που αποδείχθηκε και στις ΗΠΑ- θέλουν την ηλεκτρική ενέργεια και φθηνή και προβλέψιμη.
Και αν ακόμη υποθέσουμε ότι σχεδιάζεται η καλύτερη πλειοδοτική διαδικασία για τη μεγιστοποίηση της εισπραττόμενης από την ανταλλαγή, πώληση ή ενοικίαση αξίας, υπάρχουν διάφοροι σημαντικοί λόγοι που καθιστούν τόσο το στόχο της οικονομικής αποτελεσματικότητας όσο και αυτόν της απόκτησης πλήρους προσόδου επιτεύξιμους υπό πολύ περιοριστικές προϋποθέσεις. Η έλλειψη αγοράς μεταχειρισμένων κεφαλαιουχικών αγαθών, η κερδοφορία σε τρέχουσες τιμές αγοράς, η υψηλή διακύμανση των τιμών, η τυχαία αποτίμηση του ενεργητικού τη στιγμή της ιδιωτικοποίησης, η ταυτότητα του πλειοδότη, η περίοδος της βαθιάς κρίσης που διανύουμε είναι μερικές από τις περιοριστικές συνιστώσες του εγχειρήματος. Ο πλειοδοτών παραγωγός που υπόσχεται να εκπληρώσει περισσότερο τους κυβερνητικούς στόχους, με περιορισμένες υποχρεώσεις και ατελή εφαρμοσιμότητα των δεσμεύσεων, μπορεί ούτε να είναι σε θέση να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις αυτές, ούτε να είναι αυτός που αξίζουν περισσότερο τα περιουσιακά στοιχεία.
Τα μηνύματα που στέλνουν οι αγορές της Αγγλίας και της Αμερικής υποστηρίζουν το γεγονός ότι αυτές οι παλιές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής είναι σε θέση να εγγυηθούν έναν μίνιμουμ βαθμό ασφάλειας τροφοδοσίας, φθηνή και προβλέψιμη Κwh, λόγω του μεγέθους τους, το οποίο τους διασφαλίζει μια κρίσιμη μάζα Το μήνυμα που στέλνει η αγορά της Αγγλίας είναι αναπτύξτε νέες αποτελεσματικές επιχειρήσεις (R.F. Elsasser 2004 ).
Η ίδια η πώληση του 40% της παραγόμενης από λιγνίτη ηλεκτρικής ενέργειας με οιοδήποτε σχήμα «ισοδύναμων λύσεων», είναι απλώς ο ένας τρόπος για να επιτευχθεί μια ανταγωνιστική αγορά. Η δημιουργία νέων επιχειρήσεων είναι ο άλλος. Μπορεί να είναι καλύτερα να ξεκινάει κανείς κάτι νέο, παρά να προσπαθεί να μεταρρυθμίσει οργανισμούς που ήταν σχεδιασμένοι για τελείως διαφορετικές λειτουργίες από αυτές που καλούνται να εξυπηρετήσουν σε μια καπιταλιστική αγορά. Ούτε εξάλλου υπάρχει ένας και μοναδικός ορθός δρόμος, αυτός των «ισοδύναμων λύσεων». Η εντυπωσιακή επιτυχία της Κίνας, οι διψήφιοι ρυθμοί ανάπτυξής της, βασίσθηκε στην δημιουργία και την ανάπτυξη νέων επιχειρήσεων, παρά στην ιδιωτικοποίηση των υφιστάμενων κρατικών επιχειρήσεων. Οι κρατικές επιχειρήσεις αναγκάσθηκαν από τον ανταγωνισμό να γίνουν πιο αποτελεσματικές. Όμως υπάρχουν και άλλα παραδείγματα όπως αυτά των κρατικών επιχειρήσεων της Γαλλίας, της Σιγκαπούρης και της Ιαπωνίας( Stiglitz 1994).

Τρίτον, υπάρχει ο κίνδυνος της ασφάλειας τροφοδοσίας. Αξίζει να σημειώσω ότι στις νέες οδηγίες, κατά σειρά σημαντικότητας, προέχει η αειφόρος ανάπτυξη, ακολουθεί η ανταγωνιστικότητα και έπεται η ασφάλεια εφοδιασμού. Θεωρώ ορθολογικότερη την κατάταξη των προτεραιοτήτων του παλαιού καθετοποιημένου μονοπωλιακού μοντέλου όπου προηγούνταν η ασφάλεια εφοδιασμού, ακολουθούσε η προσιτότητα των τιμών και έπονταν η περιβαλλοντική προστασία. Στο παλαιό μοντέλο, στην ουσία, η ενεργειακή πολιτική απαρτίζονταν από έναν μακροπρόθεσμο ενεργειακό σχεδιασμό που διασφάλιζε τις επενδύσεις, εξασφάλιζε αξιοπιστία (μέσω του περιθωρίου εφεδρείας) ενώ ταυτόχρονα ανταποκρίνονταν στους στόχους της χρήσης καυσίμων, όπως τη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα ή τη διαφοροποίηση της χρήσης τους. Έτσι η ανάπτυξη ενός μακροπρόθεσμου προγράμματος ασφάλειας επενδύσεων από τη Γαλλία του Ντε Γκώλ στην πυρηνική ενέργεια στη δεκαετία του 60’, στα υδροηλεκτρικά στη Νορβηγία ή του λιγνίτη στη Γερμανία και την Ελλάδα, είχαν σαν αποτέλεσμα την διασφάλιση των ενεργειακών τους αναγκών ακόμη και σήμερα σε υψηλά ποσοστά.
Στις νέες οδηγίες δεν υπάρχει πλέον κανένας αυτόματος τρόπος κατά τον οποίο αυτή η επάρκεια αποθεμάτων να μπορεί να διασφαλισθεί ατομικά σε επίπεδο χωρών. Η ενεργειακή ασφάλεια εμφανίστηκε διασφαλισμένη σε χώρες που πρωτοστάτησαν στην απελευθέρωση των αγορών τους (Αγγλία, Νορβηγία και Αμερική) και συνεπώς, δεν αποτέλεσε θέμα που θα μπορούσε να συμβεί σε άλλες χώρες (D. Newbery 2002) λιγότερο ενεργειακά ή γεωγραφικά ευνοημένες όπως είναι η Ελλάδα. Όλες οι αγορές δεν επηρεάζονται εξίσου από τους κινδύνους του εφοδιασμού. Η χώρα μας διαφέρει σημαντικά στην ενεργειακή της εξάρτηση, στις δομές της αγοράς της και στις ανησυχίες της ενεργειακής της πολιτικής.
Η ιδιαιτερότητα δε της φύσης της αγοράς ηλεκτρισμού (αδυναμία αποθήκευσης, ανελαστική ζήτηση, υψηλή διακύμανση των τιμών, κλπ),διευκολύνει τόσο συμπεριφορές σύμπραξης όσο και άσκησης μονοπωλιακής δύναμης, όπως αυτή κατεδείχθει στις περισσότερες αγορές του πλανήτη, και γεννά ερωτήματα του τύπου πώς θα διασφαλίσουμε-παρακινήσουμε έναν ιδιώτη παραγωγό να εκπληρώσει τους όρους του συμβολαίου του για κάθε επικείμενο κίνδυνο που η κοινωνία μπορεί να αντιμετωπίσει. Είναι δυνατόν για το κράτος να συντάξει ένα πλήρες συμβόλαιο που θα προσδιόριζε τι θα πρέπει να κάνει ο ιδιώτης παραγωγός σε κάθε ενδεχόμενο; Τι θα συνέβαινε αν το κόστος παροχής των υπηρεσιών για τις οποίες είχε συμβληθεί ο παραγωγός ξεπερνούσε κάθε εκτίμηση; Ο ιδιώτης παραγωγός δεν θα παρέβαινε το συμβόλαιο όπως το παρέβη στην Καλιφόρνια, στην Νέα Υόρκη, στην Αγγλία, στην Νέα Ζηλανδία κλπ; Η κρίση στην Καλιφόρνια για παράδειγμα που διήρκησε συνολικά 32 ώρες κόστισε το αστρονομικό ποσό των 45 δις δολαρίων(F. Der Woerd 2004), όσο κεφάλαιο απαιτείται για να κατασκευαστούν 9 περίπου Ενεργειακά Κέντρα δυναμικότητας αυτού της Δυτικής Μακεδονίας των 4500 ΜW.
Τα περισσότερα νέα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που κατασκευάσθηκαν στην Ευρώπη κατά την τελευταία εικοσαετία βασίσθηκαν στο Φυσικό αέριο καθώς θεωρείται ως η πλέον ελκυστική επιλογή καυσίμου κυρίως για τη μεγαλύτερη απόδοση της τεχνολογίας και τις χαμηλότερες εκπομπές σε σύγκριση με αυτές του άνθρακα. Η δυναμικότητα τους σχεδόν τριπλασιάστηκε κατά αυτή την περίοδο. Αυτό βοήθησε μεν αρκετά στην μείωση των εκπομπών, έγινε ωστόσο εις βάρος τόσο της ασφάλειας τροφοδοσίας όσο και της προσιτότητας των τιμών καθώς βασίστηκε στο εισαγόμενο και ευαίσθητο στις αλλαγές των τιμών αέριο.
Όλα τα δεδομένα καταδεικνύουν ότι η τιμολόγηση των εκπομπών από το 2013-Οδηγία 2001/80/EC για τις μεγάλες εγκαταστάσεις- και οι φιλόδοξοι στόχοι του 20-20-20 (αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών, εξοικονόμηση ενέργειας, μείωση των εκπομπών), οδηγούν στην απόσυρση σημαντικής λιγνιτικής δυναμικότητας, στη δημιουργία επενδυτικών αντικινήτρων για επενδύσεις μεγάλων εγκαστάσεων και στη δημιουργία ελλείμματος ισχύος κατά την τρέχουσα δεκαετία. Διότι καθώς οι ΑΠΕ- παρά τα αδιαμφισβήτητα περιβαλλοντικά τους πλεονεκτήματα-κοστίζουν δύο με πέντε φορές ακριβότερα από ό,τι η συμβατική ηλεκτρική ενέργεια και το προϊόν ηλεκτρισμός δεν είναι ακόμα αποθηκεύσιμο και βρίσκονται συνεπώς εκτός του οπτικού μας πεδίου, η πιθανότητα να καλυφθεί το ενεργειακό μας έλλειμμα από εισαγόμενο φυσικό αέριο είναι πολύ υψηλή. Και καθώς οι τάσεις στις τιμές του πετρελαίου είναι ανοδικές και η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξάνεται (λόγω της σχέσης της τιμής του αερίου με αυτή του πετρελαίου), αυτό-πέραν των κινδύνων που προαναφέρθηκαν-ενέχει κόστος και ίσως δυσβάσταχτο για το σύνολο της οικονομίας.
Τότε η χώρα θα αγκομαχεί μεταξύ του υψηλού κόστους της απελευθέρωσης της αγοράς από τη μια και το υψηλό κόστος της εξάρτησης από το εισαγόμενο φυσικό αέριο από την άλλη.
Εναλλακτικά, το ενεργειακό μας έλλειμμα θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με εγκατάσταση τεχνολογιών αυξημένων δυνατοτήτων και αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων. Είναι ο μόνος τρόπος να παρατείνουμε την ενεργειακή μας ασφάλεια και ανεξαρτησία, την προσιτότητα των τιμών για μερικές δεκαετίες ακόμη, αλλά ταυτόχρονα να προετοιμαστούμε για να γεφυρώσουμε κατάλληλα το παρόν ενεργειακό μας καθεστώς με αυτό που θα αναδυθεί τις επόμενες δεκαετίες.
Ταυτόχρονα, η δημιουργία θεσμών που θα διευκολύνουν την είσοδο και δημιουργία νέων επενδυτών στην αγορά- παρέχοντας τους το δικαίωμα της εκμετάλλευσης νέων λιγνιτικών κοιτασμάτων, αξίζει περισσότερης προσοχής από την κυβέρνηση από ότι η αλλαγή ιδιοκτησίας μέσω των «ισοδύναμων λύσεων».
Το γεγονός ότι η εισαγωγή του ανταγωνισμού αποδείχθηκε αναποτελεσματική δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να τον απορρίψουμε. Η διαφορά μεταξύ μονοπωλίου και ανταγωνισμού όπως αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, είναι διαφορά πρώτου μεγέθους. Ο ανταγωνισμός είναι πολύ πιο σημαντικός από την όποια ιδιωτικοποίηση. Αυτό που κυρίως σημαίνει είναι ότι στην απόφαση επιλογής της μορφής της οικονομίας της αγοράς που θα υιοθετήσουμε, θα πρέπει να γνωρίζουμε τον τρόπο λειτουργίας των πραγματικών ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της αγοράς ηλεκτρισμού και ότι οι επιλογές μας δεν θα πρέπει να δυσχεραί-νονται από ελιτισμό και ξεροκεφαλιά και τον τρόπο που εμείς θα ευχόμασταν τα πράγματα να είναι αλλά να διευκολύνονται από το όπως αυτά τοις πράγμασι έχουν. Και όσο περισσότερο η κατάσταση αυτή παρατείνεται τόσο περισσότερο θα μας κοστίζει.

*Ο Ξενοφώντας Μιχαηλίδης είναι Χημικός Μηχανικός, BS, MS Columbia University, MBA University of Sheffield, μέλος της Τ.Ε 15 του Ενεργειακού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας και Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ.

0 σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοσίευση σχολίου