.

Δημήτρης Λάλας: Ένα ιδιότυπο "κούρεμα" των δικαιωμάτων (εκπομπών)


Πρόσφατα (μέσα Μαρτίου 2013) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕπ), στα πλαίσια της ρευστοποίησης 120 Εκατ δικαιωμάτων εκπομπών EUA του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Εκπομπών (EU-ETS) πρώιμης αξιοποίησης και 300 Εκατ EUA για την χρηματοδότηση του προγράμματος ΝΕR-300 που έχει στην κατοχή  της, δημοπράτησε 4,45 Εκατ δικαιώματα. Η αγορά κατακυρώθηκε σε τιμή 3,33€/ton, κάτω ακόμη και από την χαμηλότερη τιμή στην αγορά Spot (3,35 €/ton την 31/1/2013). Η τιμή των EUA όλο τον Μάρτιο παρέμεινε κάτω των 5Ευρώ.

Η πτώση αυτή από τα επίπεδα των  8 €/ton των τελευταίων 12 μηνών και του υψηλότερου των 15 €/ton του 2009-2011 δημιουργεί πολλαπλά ερωτήματα, κυρίως μεσομακροπρόθεσμα, για τις αγορές ενέργειας στην Ευρώπη αλλά και στην χώρα μας που στις σημερινές γενικότερες συνθήκες οικονομικού κυκεώνα μπορεί και να μην καταγράφονται καν στο ραντάρ της δημόσιας γνώμης. Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να τα επαναφέρει στο προσκήνιο με την ελπίδα να διαμορφωθεί μια συγκροτημένη εθνική πολιτική για το θέμα αυτό.
Υπερπροσφορά
Βασική αιτία γι’ αυτή την (δεύτερη) κατάρρευση της τιμής είναι η ξεκάθαρη πλέον υπερπροσφορά δικαιωμάτων σε σχέση με τις διαφαινόμενες ανάγκες κάλυψης των εκπομπών των επιχειρήσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις του EU-ETS, τόσο από δράσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες (δικαιώματα CERs) όσο και από επιχειρήσεις, και κράτη-μέλη της ΕΕν.
Συγκεκριμένα, η ίδια η ΕΕπ στο Κείμενο Εργασίας των υπηρεσιών της (τον Ιούλιο του 2012) επισημαίνει ότι η υπερπροσφορά δικαιωμάτων στο EU-ETS μπορεί να φτάσει και τα 1,7Δις δικαιώματα το 2020 (επί συνόλου περίπου 2,1 Δις ετήσιο εκτιμώμενο ύψος εκπομπών την περίοδο 2013-2020) με αποτέλεσμα την μείωση της αποτελεσματικότητας της τιμής σαν κίνητρο για νέες πράσινες επενδύσεις. Ταυτόχρονα αυξάνεται και η προσφορά των πολύ φτηνότερων (πλέον κοντά στο 0,4€/ton) δικαιωμάτων CERs και ERUs από δράσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες και τις πρώην ανατολικές χώρες, αντιστοιχα, αν και υπάρχει περιορισμός αξιοποίησης των σε περίπου 1,75Δις δικαιώματα συνολικά για την περίοδο 2008-2020.  Ηδη το 2011 (τελευταία χρονιά με επίσημα στοιχεία) η διαφορά μεταξύ προσφοράς και ζήτησης έφτασε τα 955Εκατ εκ των οποίων τα 406Εκατ δικαιώματα EUA ενώ μετά το τέλος της περιόδου 2008-2012 το ποσό αυτό μπορεί να φτάσει τα 1.6 Δις .
Η δέσμευση της ΕΕν για μείωση των εκπομπών της κατά 20% μέχρι το 2020 φαίνεται ότι ήδη επιτυγχάνεται παρά τις πολύ χαμηλές τιμές δικαιωμάτων κυρίως λόγω της ύφεσης και η προσφορά της για μιά πιο φιλόδοξη μείωση στο 30% δεν βρίσκει μιμητές από άλλα αναπτυγμένα κράτη όπως η Ιαπωνία, η Αυστραλία και ο Καναδάς αλλά ούτε και από κράτη-μέλη της όπως η Πολωνία και πιο διστακτικά η Ιταλία.
Το Ευρωκοινοβούλιο, εν όψει της ανακοίνωσης της Πράσινης Βίβλου  της ΕΕπ για την ενεργειακή και κλιματική πολιτική  μέχρι το 2030 την 27 Μαρτίου 2013, με ψήφισμα του την 12/3/2013 ζητά να επεκταθουν οι στόχοι για τις ΑΠΕ (20% επι της τελικής κατανάλωσης ενέργειας) πέραν του 2020 μέχρι το 2030 με την υιοθέτηση νέων φιλόδοξων στόχων. Στην ανακοίνωση αυτή θα παρουσιαστούν προς διαβούλευση οι προτάσεις της ΕΕπ σχετικά με απαιτούμενες δράσεις ώστε να μην εκτροχιαστεί η πορεία της ΕΕν προς μια οικονομία χαμηλού άνθρακα σύμφωνα με τον Οδικό Χάρτη 2050 που έχει ήδη παρουσιαστεί από το 2011.
Οι επιπτώσεις των αγορών δικαιωμάτων για την Ελλάδα είναι 2 ειδών: αυτές που αφορούν το κράτος (ήτοι το ποσό που θα του αποφέρουν οι δημοπρασίες των δικαιωμάτων του) και αυτές που αφορούν τις επιχειρήσεις και κυρίως αυτές του κλάδου της ηλεκτροπαραγωγής που καλούνται να προμηθευθούν όλα τα αναγκαία δικαιώματα μέσω αγορών με το αντίστοιχο κόστος.
Η Ελλάδα ήδη από τα δικαιώματα της περιόδου 2008-2012 (14,8Εκατ) που δημοπράτησε ξεκινώντας το 2011, αποκόμησε €144Εκατ, (μέση τιμή 9,73€/ton με αντίστοιχη της Γερμανίας τα 14,19€/ton). Την περίοδο 2013-2020 θα έχει διαθέσιμα προς δημοπράτηση περίπου 33,5Μ δικαιώματα ετησίως (36,4Εκατ το 2013 μειούμενα σε 30,3Εκατ το 2020). Τα έσοδα θα συνεισφέρουν στην πληρωμή μέρους του εγγυημένου κόστους αγοράς της παραγωγής (feed-in-tariff) των ΑΠΕ αλλά μπορούν και να διατεθούν και για άλλες πράσινες επενδύσεις.
Αντίστοιχα, ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής εξέπεμψε περίπου 47Εκατ τον CO2 το 2011 (επί συνόλου 58,8 Εκατ τον εκπομπών CO2 όλων των εγκαταστάσεων του EU-ETS της χώρας) και θα κληθεί από το 2013 και στο εξής να εκταμιεύσει ανάλογα κονδύλια για την αγορά των ισοδύναμων δικαιωμάτων αφού δεν δικαιούται πλέον δωρεάν δικαιώματα από το κράτος.
Είναι προφανές ότι η τιμή των δικαιωμάτων που θα διαμορφωθεί θα επιδράσει σημαντικά στην λειτουργία της ενεργειακής αγοράς. Η ΕΕπ εκτιμά ότι η τιμή θα πρέπει να είναι πάνω από 10€/ton (στο Κείμενο Εργασίας των υπηρεσιών της ΕΕπ για την διαφαινόμενη εξέλιξη της αγοράς δικαιωμάτων, η τιμή εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 16€/ton) για αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς και την διατύπωση μηνύματος στις εγκαταστάσεις. Με εκπομπές για ηλεκτροπαραγωγή της τάξεως των 0,85τον/MWh στην Ελλάδα, η διαφορά στην οριακή τιμή της ημερήσιας αγοράς μεταξύ των σημερινών τιμών και του 16€/ton είναι της τάξεως των 10€/MWh και στην περίπτωση της υψηλής τιμής, ΑΠΕ όπως τα αιολικά θα πληρώνονται κάτω από την οριακή τιμή.
Τα τέλη του 2012, η ΕΕπ εξέτασε διάφορα σενάρια σταθεροποίησης της αγοράς δικαιωμάτων σε τιμές άνω των 10 €/ton. Τα σενάρια αυτά περιλαμβάνουν (α) την βελτίωση του στόχου εκπομπών της ΕΕν το 2020 στο 70% αυτών του 1990, δηλαδή μείωση κατά 30% από 20% σήμερα, (β) την απόσυρση ενός αριθμού δικαιωμάτων από το σύστημα , (γ) την αύξηση του ρυθμού ετήσιας μείωσης του συνόλου των εκπομπών της ΕΕν πάνω από το σημερινό 1,74%, (δ) την ένταξη στο ΕU-ETS και άλλων κλάδων, (ε) την μείωση χρήσης των δικαιωμάτων CERs και ERUs από τρίτες χώρες και (στ) ρυθμίσεις στην αγορά όπως καθιέρωση ελάχιστη τιμή στις δημοπρατήσεις κ.α.. Η ΕΕπ τελικά προτείνει το σενάριο (στ) με την μορφή ιδιότυπου «κουρέματος» των δικαιωμάτων  όλων των κρατών-μελών στα πρώτα χρόνια καθυστερώντας την δημοπράτηση τους προς το τέλος της περιόδου και δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό άμεσα τεχνιτή ζήτηση. Ετσι για την Ελλάδα, αντί για 36Εκατ δικαιώματα που της αντιστοιχούν προς δημοπράτηση το 2013, προτείνεται να δημοπρατηθούν άμεσα μόνο 22Εκατ και τα υπόλοιπα να δημοπρατηθούν προς το τέλος της περιόδου, πχ. μαζί με τα κανονικά 36Εκατ το 2020.
Αυτό, σε συνδυασμό με την αποσαφήνιση εν τω μεταξύ νέων μεγαλυτέρων υποχρεώσεων για μετά το 2020 σύμφωνα με τον Οδικό Χάρτη 2050, θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής ώστε στο σύνολο της οκταετίας 2013-2020 όλες οι χώρες να εισπράξουν περισσότερα, αφού η εκτιμώμενη τιμή, από 5,70€/ton χωρίς καθυστέρηση, θα φτάσει κάπου μεταξύ 10,50€/ton και 18,50€/ton.
Για τα κρατικά ταμεία, αυτό θα σήμαινε για την Ελλάδα τουλάχιστον €1,2Δις (και μέχρι €3,4Δις) περισσότερο εισόδημα αλλά με διαφορετική χρηματορροή, δηλαδή με περίπου €150Εκατ λιγότερα έσοδα στην κρίσιμη 3ετία 2013-2015. Το θέλουμε αυτό;  Η μήπως μας συμφέρει να προσφέρουμε ηλεκτρισμό με μικρότερη τιμή στους πολίτες; Δεν θα έπρεπε τα ερωτήματα και άλλα αντίστοιχα να έχουν αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού της ηγεσίας του ΥΠΕΚΑ και μελέτης από αρμόδιους εθνικούς φορείς όπως η Εθνική Επιτροπή Ενεργειακού Σχεδιασμού;

Πηγη: energypress.gr

0 σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοσίευση σχολίου