.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Υπαναχώρηση στους στόχους για τις ανανεώσιμες

Οι Ευρωπαίοι επίτροποι σκέφτονται να καταργήσουν την επιβολή από το 2030 υποχρεωτικών στόχων για την ανανεώσιμη ενέργεια, μια απόφαση που θα ικανοποιήσει μεν τις μεγάλες ενεργειακές εταιρίες αλλά θα αποτελέσει πισωγύρισμα σε μια από τις σπουδαιότερες περιβαλλοντικές στρατηγικές. Οι στόχοι 2030 της Ε.Ε. για την ενέργεια και το κλίμα, τους οποίους η Κομισιόνθα προτείνει στις 22 Ιανουαρίου, έχουν προκαλέσει μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ κρατών και μεταξύ επιτρόπων. Κυβερνήσεις, βιομήχανοι και περιβαλλοντικές ομάδες, ασκούν όλοι έντονο λόμπι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά τους στόχους.


Ένα από τα πλέον ακανθώδη τμήματα του πακέτου προτάσεων της επόμενης εβδομάδας, είναι ο στόχος για τον συντελεστή ενεργειακής παραγωγής που θα πρέπει οι ευρωπαϊκές χώρες να αντλούν υποχρεωτικά από ανανεώσιμους πόρους. Η Βρετανία, που αυξάνει την χρήση πυρηνικής ενέργειας, είναι αντίθετη με την επιβολή υποχρεωτικού στόχου. Η Γερμανία, που κλείνει τους δικούς της αντιδραστήρες, είναι η πιο ισχυρή φωνή υπερ των υποχρεωτικών στόχων.
Η συμβιβαστική λύση που προτείνεται και βρίσκεται στο επίκεντρο των συνομιλιών για το πακέτο 2030, προβλέπει ο στόχος ανανεώσιμων, που θα φτάνει ως το 27% της κατανάλωσης ενέργειας, να μην είναι υποχρεωτικός. Ωστόσο, παράγοντες των συνομιλιών, προσθέτουν ότι η επιχειρηματολογία εξαρτάται από το εάν αυτοί οι προαιρετικοί στόχοι θα πρέπει να ισχυροποιηθούν, μέσα από αυστηρότερους κανόνες για τα αποδοτικά δίκτυα. Αυτό θα σημαίνει υποχρεωτικούς στόχους σχετικά με την ενεργειακή υποδομή, τα «έξυπνα» δίκτυα και τις διακρατικές διασυνδέσεις.
Αυτός ο συμβιβασμός για το 2030, εάν ξεπεράσει την γερμανική αντίδραση, θα αποτελέσει σημαντική αλλαγή από τους στόχους της Ε.Ε. για το 2020. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν δεσμευτικοί στόχοι, όπως ότι τα ευρωπαϊκά κράτη θα πρέπει να μειώσουν τις συνολικές εκπομπές ρυπογόνων αερίων κατά 20% από τα επίπεδα του 1990 και να λαμβάνουν το 20% των ενεργειακών αναγκών τους από ανανεώσιμες πηγές. Τα μέτρα για την βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας κατά 20% έμειναν στην σφαίρα της επιθυμίας. Για το 2030, θα χρειαστεί πιο σκληρή και κατάλληλη δράση σε τεχνικά επίπεδα για την αναβάθμιση των υποδομών.
«Πλέον μελετάται μια προσέγγιση από την βάση προς την κορυφή», σχολίασε αξιωματούχος.
Τις συνομιλίες επηρεάζουν οι φόβοι ότι οι γενναίες επιδοτήσεις με τις οποίες υποστηρίζεται η ανανεώσιμη ενέργεια στην Ε.Ε., ανεβάζουν το ενεργειακό κόστος για την ευρωπαϊκή βιομηχανία και υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητά της, ειδικά σε σύγκριση με τις ΗΠΑ.
Η Ευρώπη παρακολουθεί με ζήλια την «σχιστολιθική επανάσταση» των ΗΠΑ που έχει ανεβάσει την παραγωγή φυσικού αερίου, έχει ρίξει τις τιμές κι έχει προκαλέσει μεγάλη αναζωογόνηση στον κλάδο. Οι τιμές του φυσικού αερίου για την βιομηχανία μειώθηκαν 66% στις ΗΠΑ μεταξύ 2005 και 2012, ενώ στο ίδιο διάστημα στην Ευρώπη αυξήθηκαν 35%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις παροχής ενέργειας, ανησυχώντας για το άνοιγμα της ψαλίδας της ανταγωνιστικότητας, πέρσι ζήτησαν την πλήρη αναθεώρηση της ενεργειακής πολιτικής της Ευρώπης, απαιτώντας μεγάλες μειώσεις στις επιδοτήσεις για τις ανανεώσιμες πηγές. Οι εταιρίες τάσσονται κατά της επιβολής «ανανεώσιμων στόχων» για το 2030, θεωρώντας ότι περιορίζει τις δυνατότητες κινήσεων των κυβερνήσεων για την επίτευξη των πολύ απαιτητικών στόχων για τα ρυπογόνα αέρια.
Η Βρετανία ισχυρίζεται ότι μόνο αν επιβληθεί αυστηρός στόχος για τα καυσαέρια, θα υποχρεωθούν οι χώρες να δημιουργήσουν ένα πιο «πράσινο» ενεργειακό μείγμα. Μαζί με Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Ολλανδία και Ισπανία, υποστηρίζει την επιβολή στόχου μείωσης το 2030 των καυσαερίων κατά 40% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Ορισμένα κράτη της ανατολικής Ευρώπης θεωρούν ότι ο στόχος είναι υπερβολικά υψηλός, όπως και οι Ευρωπαίοι επίτροποι με βιομηχανικά χαρτοφυλάκια που τάσσονται υπέρ στόχου για 35%.
Βιομηχανίες παραγωγής ενέργειας όπως η Eon κάνουν εκστρατεία κατά της επιβολής ανανεώσιμων στόχων, ενώ εταιρίες όπως η Alstom και Vestas, που κατασκευάζουν υποδομές για εναλλακτικές πηγές ενέργειας, ζητούν υποχρεωτικό στόχο 30% και πάνω. Η Greenpeace θεωρεί ότι ο στόχος πρέπει να είναι 45%.
Οι επικριτές του σχεδίου εκτιμούν ότι για την επιβολή στόχου για τον συντελεστή ανανεώσιμης ενέργειας, απαιτούνται επιδοτήσεις για συγκριτικά ακριβές τεχνολογίες, ενώ παράλληλα η πληθώρα από συμβόλαια ρυπογόνων αερίων εξακολουθεί να ενθαρρύνει την καύση λιγνίτη. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις παραδέχονται ότι οι στοχοι 2020 περιέχουν σχεδιαστικά λάθη, αλλά ισχυρίζονται ότι αν δεν είχαν επιβληθεί υποχρεωτικοί στόχοι, δεν θα είχε προχωρήσει ποτέ η εναλλακτική τεχνολογία.
Αφού καταθέσει η Κομισιόν τις προτάσεις της στις 22 Ιανουαρίου, οι εθνικοί ηγέτες θα αποφασίσουν τον Μάρτιο εάν θα υιοθετήσουν τους στόχους για το 2030.
(του Christian Oliver, FT.com, euro2day.gr)

0 σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοσίευση σχολίου