.

Μία διαφορετική προσέγγιση για την πώληση των λιγνιτωρυχείων και των ΑΗΣ

Οι διαδοχικές παρατάσεις στην προθεσμία για την υποβολή δεσμευτικών προσφορών για την πώληση λιγνιτικών μονάδων, όπως λέγεται, αποδεικνύουν ότι είναι πιο περίπλοκο εγχείρημα απ’ ότι σχεδιαζόταν. Στη ειδησιογραφία συναντάται αποκλειστικά ο ορός πώληση μονάδας έναντι του λιγνιτωρυχείου, ωστόσο η διατύπωση αυτή υποκρύπτει την αιτία της δυσκολίας. Δηλαδή, ότι το βασικό στοιχείο της ιδιωτικοποίησης δεν είναι οι ΑΗΣ αλλά τα ορυχεία. Δεν είναι απλά ένα θέμα τεχνικού ορισμού αλλά ουσίας για την επιτυχία της ιδιωτικοποίησης όπως θα τεκμηριωθεί παρακάτω.

Δύο είναι τα βασικά στοιχεία ενός ορυχείου το κοίτασμα και η τεχνογνωσία μαζί με τον εξοπλισμό του. Τα Ελληνικά λιγνιτικά κοιτάσματα έχουν τρία ειδοποιά χαρακτηριστικά, την χαμηλή Κατώτερη Θερμογόνο Ικανότητα (ΚΘΙ) και μία δομή με πολλά και λεπτά στρώματα λιγνίτη και άγονων υλικών. Επιπρόσθετα οι δύο αυτές ιδιότητες μεταβάλλονται εξαιρετικά γρήγορα στο χώρο, δηλαδή παρουσιάζουν έντονη ανομοιογένεια.
Για τους λόγους αυτούς αφενός η μοντελοποίηση των αποθεμάτων απαιτεί εξειδικευμένο λογισμικό (Καραμαλίκης, 1992), αφετέρου η αξιοποίηση του λιγνίτη απαιτεί ειδικές τεχνικές εξομάλυνσης των ποιοτικών χαρακτηριστικών του καυσίμου ώστε η καύση για την παραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΗΕ) να είναι αποδοτική. Για να επιτευχθεί ένα ελάχιστο επίπεδο αποδοτικότητας έχει προσαρμοστεί στα Ελληνικά δεδομένα η υπάρχουσα τεχνογνωσία για υπαίθρια λιγνιτωρυχεία (σύνθετες μέθοδοι εξόρυξης και εκμετάλλευσης) και έχουν επιλεχθεί εξειδικευμένα μηχανήματα. Σαφέστατα υπάρχουν πολύ μεγάλα περιθώρια βελτίωσης των ήδη εφαρμοσμένων τεχνολογιών και εισαγωγής νέων καινοτομιών από τον εκάστοτε επενδυτή. Ωστόσο σε παγκόσμιο επίπεδο δεν έχουν αξιοποιηθεί κοιτάσματα με αυτά τα χαρακτηριστικά. Συνεπώς θα πρέπει να γίνει μεταφορά της υπάρχουσας τεχνογνωσίας στις εταιρίες που θα αγοράσουν τα ορυχεία από την ΔΕΗ και όχι το αντίστροφο.
Με την εφαρμογή των Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνολογιών (ΒΔΤ) επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ανάκτηση του λιγνίτη από το κοίτασμα διότι αξιοποιούνται τα πιο φτωχά τμήματα του κοιτάσματος τα οποία διαφορετικά θα είχαν υψηλότερο κόστος εκμετάλλευσης και θα απορρίπτονταν. Τελικά έτσι επεκτείνεται η ζωή του ορυχείου και η επένδυση σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό) γίνεται περισσότερο βιώσιμη.
Διαχρονικά το ΙΓΜΕ σε πληθώρα εκθέσεων έχει δείξει ότι τα λιγνιτικά γεωλογικά (πιθανά) αποθέματα είναι διπ-τριπλάσια των βέβαιων (Μεταλλευτικών) όπως τα έχει εκτιμήσει η ΔΕΗ. Αυτά τα πιθανά αποθέματα αναφέρονται σε ποσότητες εντός των ορίων των χωροθετημένων κοιτασμάτων, επομένως μπορούν να ανακτηθούν άμεσα. Επιπρόσθετα υπάρχουν άλλες ποσότητες εκτός αυτών των ορίων κάτι το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν διερευνάται.
Προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διαπιστωθεί η βιωσιμότητα επενδύσεων για την ανάκτηση των πιθανών αποθεμάτων εκπονήθηκε μία διπλωματική εργασία (Δεληγιώργης 2017) στην οποία αναπτύχθηκε μία νέα μεθοδολογία για την εύρεση των βέλτιστων ορίων λιγνιτικών κοιτασμάτων. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες τεχνολογίες, οι κυριότερες των οποίων περιγράφονται από τους Καβουρίδη 1981, Φραγκίσκο και άλλους 1986, Κιτσικόπουλο & Τσακαρισιάνο 1999, Μέβοραχ & Φυντικάκη 1993, Γαλετάκη 1996, Κολοβό 2002 και Παυλουδάκη 2001, αφού επικαιροποιήθηκαν οι παράμετροι τους, εντάχθηκαν στο σύνολό τους στη νέα μεθοδολογία για την εκτίμηση της αξίας και των αποθεμάτων των λιγνιτικών πολυστρωματικών κοιτασμάτων.
Με βάση αυτή την μεθοδολογία διερευνήθηκαν οι μηχανισμοί με τους οποίους τα γεωλογικά αποθέματα μετατρέπονται σε βέβαια και το αντίστροφο. Σε στρατηγικό επίπεδο όσον αφορά τις οικονομικές παραμέτρους η αυξημένη Εσωτερική Απόδοση επί του Κεφαλαίου (ΕΑΚ, IRR) αλλά και η Καθαρή Παρούσα Αξία (ΚΠΑ, NPV), τις οποίες επιθυμούν οι ιδιώτες επενδυτές, είναι εφικτές μόνο αν χρησιμοποιηθούν οι ΒΔΤ στα ορυχεία. Ωστόσο επειδή αυτά τα οικονομικά κριτήρια (IRR, NPV) παραμένουν σταθερά για διαφορετικές τιμές του «μίγματος» ΒΔΤ - ανάκτησης λιγνίτη, δεν είναι από μόνα τους ικανά για την απόφαση αποδοχής ή απόρριψης ενός επενδυτικού σχεδίου. Συνεπώς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη επιπρόσθετα και η συνολική εγχώρια προστιθέμενη αξία. Το μέγεθος αυτό απεικονίζει καλύτερα τα συνολικά κέρδη του επενδυτή συνεπώς την ανάκτηση λιγνίτη, είναι δηλαδή πιο αντιπροσωπευτικός δείκτης για την βιωσιμότητα τέτοιων επενδύσεων.
Σε τακτικό επίπεδο ο συνδυασμός των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των κοιτασμάτων με την λανθασμένη μεταφορά του σήματος από την αγορά ΗΕ εισάγει κινδύνους για την επένδυση. Πιο συγκεκριμένα λόγω των αδύναμων σημάτων από τις αγορές ΗΕ και την έλλειψη μηχανισμών (εφεδρείας-ισχύος, ευελιξίας και ανάλογα με το ορυχείο διακοψιμότητας), χωρίς στοχευμένες επενδύσεις σε ΒΔΤ, στη προσπάθειά του ο επενδυτής να επιτύχει ένα αποδεκτό IRR θα απορρίψει τον «φτωχό λιγνίτη». Τελικά αυτό θα οδηγήσει την επένδυση σε ένα «σπιράλ θανάτου», αύξησης κόστους εξόρυξης λιγνίτη και μείωσης αποθεμάτων.
Ένα εύλογο ερώτημα είναι γιατί δεν έχουν εφαρμοστεί όλες οι ΒΔΤ από την κρατική ΔΕΗ, η οποία σε συνδυασμό με το χαμηλό IRR θα αξιοποιούσε πιο βιώσιμα τα κοιτάσματα. Οι αιτίες κατά την γνώμη μου είναι πολιτικές σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Σε τοπικό επίπεδο τα εξωπραγματικά κόστη σωστικών ανασκαφών - απαλλοτριώσεων, το πλήθος των εργολαβιών στα ορυχεία και ο βραχνάς της εντοποιότητας για την πρόσληψη μηχανικών. Σε εθνικό επίπεδο η διαχρονική πίεση στη ΔΕΗ μόνο για βραχυπρόθεσμες επενδύσεις όπως η κατασκευή του ΑΗΣ Καρδίας πάνω στο κοίτασμα και η μη ένταξη των ΑΗΣ με δυνατότητα τηλεθέρμανσης στις ΣΥΘΗΑ. Όλα τα παραπάνω και πολλά ακόμη δημιουργούν αντικίνητρα και ευνοούν την ιδιωτική αξιοποίηση. Ίσως η ιδιωτικοποίηση τελικά να ανατρέψει αυτές τις στρεβλώσεις, ένα τέτοιο παράδειγμα ανατροπής ήταν η κατάργηση του τέλους λιγνίτη υπό τις πιέσεις των ιδιωτών ώστε να γίνουν πιο αποδοτικά τα υπό πώληση περιουσιακά στοιχεία.
Βασικό συστατικό για την επιτυχία του εγχειρήματος είναι η μεταβίβαση των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων να γίνει βάσει των αρχών βιώσιμης ανάπτυξης. Πιο συγκεκριμένα το αρχικό τίμημα δεν θα πρέπει να στρεβλώνει περαιτέρω το σήμα από τις αγορές. Δηλαδή, να εμποδίζει τις επενδύσεις στα ορυχεία, με αποτέλεσμα - μέσο-μακροπρόθεσμα- την μικρότερη ανάκτηση λιγνίτη. Ένα σύστημα ρητρών, ποινών-επιβραβεύσεων, βασισμένων στην βελτίωση της απόδοσης των λιγνιτωρυχείων θα κάνει πιο ευκρινή τη διαλεκτική σχέση ορυχείου – ΑΗΣ – αγοράς στους επενδυτές (ιδιώτες και κρατικούς) και θα αποτρέψει την ληστρική εκμετάλλευση. Παρά την επιβολή ρητρών τα επενδυτικά σχήματα οφείλουν να αξιολογήσουν τους κινδύνους αυτής της δυναμικής σχέσης προκειμένου να είναι ικανά, με την εκπόνηση ενός λεπτομερούς master plan, να επιλέξουν τις βέλτιστες αποφάσεις τόσο για την απόκτηση του ορυχείου και όσο και για την λειτουργία του.
Συνοψίζοντας, γίνεται κατανοητό ότι η διαφορά στις δύο διατυπώσεις «ιδιωτικοποίηση ορυχείων» και «πώληση ΑΗΣ» έγκειται στις γεωλογικές αβεβαιότητες των κοιτασμάτων και τις επιπτώσεις αυτών στο μοναδιαίο κόστος εξόρυξης λιγνίτη. Με την αναφορά σε πώληση μονάδων υπονοείται ότι το κόστος του καυσίμου αλλά κυρίως τα αποθέματά του είναι σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμα, ωστόσο αυτή η σύμβαση δεν ισχύει. Η διαχείριση της εγγενούς ανομοιογένειας των κοιτασμάτων, με βάση την ερμηνεία του σήματος (χαμηλού ή υψηλού) από την αγορά, ενταγμένη στις ανταγωνιστικές συνθήκες των αγορών ΗΕ, δύναται να ξεκλειδώσει τις κρυμμένες υπεραξίες των Ελληνικών λιγνιτικών κοιτασμάτων ή να επιδεινώσει την κατάσταση της εγχώριας αγοράς ΗΕ. Γι’ αυτό τα εμπλεκόμενα μέρη θα πρέπει να αναλύσουν και να αναλύουν την επίδραση της λειτουργίας της αγοράς στα ορυχεία ώστε να επιτύχουν το πιο βιώσιμο αποτέλεσμα.

Β.Γ. Δεληγιώργης
Μηχανικός Ορυκτών Πόρων



Γαλετάκης, Μ., 1996. Προσδιορισμός της ποιότητας λιγνίτη που εξορύσσεται με τη συνεχή μέθοδο εκμετάλλευσης από πολυστρωματικά κοιτάσματα (Διδακτορική διατριβή). Πολυτεχνείο Κρήτης. Τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων.
Δεληγιώργης Β., 2017, Καθορισμός βέλτιστων ορίων εκμετάλλευσης πολυστρωματικών λιγνιτικών κοιτασμάτων (Διπλωματική εργασία), Πολυτεχνείο Κρήτης, Σχολή Μηχανικών Ορυκτών Πόρων.
Καβουρίδης, Κ., 1981. Προκαταρκτική μελέτη για την δυνατότητα ανακτήσεως του λιγνίτη από ενδιάμεσα στείρα που περιέχουν λιγνίτη από καθαρισμό λιγνιτικών στρωμάτων ή από λεπτές ενστρώσεις αυτού με βαρυτομετρική ανάλυση.
Καραμαλίκης, Ν.Α., 1992. Μοντελοποίηση λιγνιτικών κοιτασμάτων με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή = Computer software for the development and application of lignite seam models. Ορυκτός Πλούτος 1992, 39–50.
Κιτσικόπουλος, Χ., Τσακαρισιάνος, Α., 1999. Δοκιμές και μελέτη εμπλουτισμού λιγνίτη Τομέα 6 (Μελέτη για τη ΔΕΗ).
Κολοβός, Χ., 2001, Συγκριτική αξιολόγηση της εκμετάλλευσης υπαίθριου λιγνιτωρυχείου με χρήση υφιστάμενου ή νέου εξοπλισμού (Διδακτορική διατριβή), Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων – Μεταλλουργών, Τομέας Μεταλλευτικής.
Μέβοραχ, Ρ., Φυντικάκης, Π., 1993. Δημιουργία μοντέλου για τον υπολογισμó της αραίωσης και των απωλειών λιγνίτη κατά την εκλεκτική εξόρυξη. Μεταλλειολογικά Και Μεταλλευτικά Χρονικά 3.
Παυλουδάκης, Φ., 2001. Ανάπτυξη συστήματος αυτοματοποιημένου ποιοτικού ελέγχου και ομογενοποίησης του λιγνίτη σε πολυστρωματικά κοιτάσματα (Διδακτορική διατριβή). Πολυτεχνείο Κρήτης, Τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων.
Φραγκίσκος, Α.Ζ., Ζαφειριάδης, Κ., Φαρχούντ, Ν., 1986. Μελέτη πάνω στη δυνατότητα ανάκτησης λιγνίτη από τα “ενδιάμεσα στείρα” της Πτολεμαΐδας (Δοκιμές ημιβιομηχανικής κλίμακας).

0 σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοσίευση σχολίου