O ρόλος της ενέργειας στην «παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας» [του Ξενοφώντα Μιχαηλίδη]
Ανάρτηση:
Mavromatidis Dimitrios
την
12 Μαρ 2015
Ο τελευταίος αιώνας σημαδεύτηκε από πρωτόγνωρες βελτιώσεις της παραγωγικότητας της εργασίας και του επιπέδου ζωής. Η παραγωγικότητα αυξήθηκε στις προηγμένες χώρες κατά πενήντα πέντε φορές. Η αγοραστική δύναμη των μισθών οκταπλασιάστηκε, οι εβδομαδιαίες ώρες εργασίας μειώθηκαν από τις 72 στις 40, θεσπίστηκαν οι νόμοι περί κοινωνικής ασφάλισης, απασχόλησης και ελάχιστου μισθού, συνθήκες που συνέβαλλαν στην αύξηση του προσδοκώμενου διάρκειας ζωής από τα 47 στα 78 χρόνια.
Ταυτόχρονα, ο αιώνας αυτός επιβεβαίωσε στην πράξη το νόμο του Παρέτο, σύμφωνα με τον οποίο η κατανομή του εισοδήματος μεταξύ των βασικών τάξεων μιας κοινωνίας καθορίζεται από δύο παράγοντες και μόνον: το επίπεδο παραγωγικότητας της οικονομίας της και τον (νομικό) πολιτισμό της. Όσο πιο παραγωγική είναι μια οικονομία τόσο μεγαλύτερη η εισοδηματική ισότητα. Αν η παραγωγικότητα δεν μπορεί να βελτιωθεί, δεν είναι δυνατόν να καταβληθούν υψηλότερα πραγματικά εισοδήματα.
Ήταν οι τεχνολογικές καινοτομίες, οι αλλαγές στις οργανωσιακές πρακτικές, η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και οι ενεργειακοί πόροι οι κυριότερες συνιστώσες που συνέβαλλαν στην πρωτόγνωρη αύξηση της παραγωγικότητας.
Παρά το γεγονός ότι η πρωτοποριακή Θεωρία της Οικονομικής Ανάπτυξης του Schumpeter (1911/1934) βελτίωσε την κατανόησή μας για την οικονομία ως ένα δυναμικό, εξελισσόμενο σύστημα που οδηγείται από τις τεχνολογικές καινοτομίες και τις νέες μορφές οργάνωσης, στο καθιερωμένο μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης , ωστόσο, αυτοί οι παράγοντες αγνοούνταν. Για τα τελευταία διακόσια χρόνια τα νεοκλασικά οικονομικά αναγνώριζαν δύο κυρίως πλουτοπαραγωγικούς πόρους: την εργασία L και το κεφαλαίο K.
Έπρεπε, για να αναγνωριστεί η σημασία της τεχνολογικής αλλαγής, να καταδείξει ο βραβευμένος με νομπέλ R.Solow (1957), δεκαετίες αργότερα, ότι η ποσότητα του επενδεδυμένου κεφαλαίου ανά εργαζόμενο αντιστοιχεί μόνο στο 14% της οικονομικής μεγέθυνσης· το υπόλοιπο 86% προέρχεται κυρίως από την τεχνολογική καινοτομία και τα συναφή.
Πρόσφατες εργασίες, ωστόσο, των R. Kümmel (2011), Ayres (2007-12), D.Stern (2009-11) έχουν υποστηρίξει ότι η διαθεσιμότητα των ενεργειακών πηγών και η αποτελεσματικότητα της μετατροπής τους σε χρήσιμο έργο- η εξέργεια- έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης στις βιομηχανικές και αναδυόμενες οικονομίες.
Αντιπαρέβαλλαν τα μοντέλα τους στην καμπύλη ανάπτυξης των ΗΠΑ, της Αγγλίας και της Ιαπωνίας σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα και κατέδειξαν πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι τα οφέλη από την αύξηση της παραγωγικότητας στις βιομηχανικές κοινωνίες οφείλονται κατά κύριο λόγο στην «αύξηση της θερμοδυναμικής αποδοτικότητας, μέσω της οποίας η ενέργεια και οι πρώτες ύλες μετατρέπονται σε χρήσιμο έργο».
Η θερμοδυναμική αποδοτικότητα αντιπροσωπεύει τη συνολική τεχνική απόδοση της μετατροπής της ακατέργαστης ενέργειας σε ροή χρήσιμου έργου- εξέργεια ή ελάχιστη παραγωγή εντροπίας, στην καθομιλουμένη εξοικονόμηση ενέργειας- ενώ εκτελούνται οικονομικοί και κοινωνικοί στόχοι.
Είναι οι νόμοι της θερμοδυναμικής αυτοί που θεμελιώνουν και καθορίζουν το επίπεδο παραγωγικότητας της οικονομίας, που μαζί με τον πολιτισμό συνδιαμορφώνουν το νόμο της Οικονομίας(Παρέτο): ο πλούτος κατανέμεται στις αγορές και ο πολιτισμός- το νομικό πλαίσιο- καθορίζει μια κοινωνικά επιθυμητή (ή αποδεκτή) κατανομή της ευημερίας.
Απαιτούν αφενός από τους μηχανικούς να σχεδιάζουν τις διαδικασίες και τον εξοπλισμό, που θα προσεγγίζουν περισσότερο την ελάχιστη κατανάλωση ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρισμού ή την ολοκλήρωση ενός συγκεκριμένου έργου και αφετέρου από τον γενικό πληθυσμό να κάνει «θυσίες» ανέσεων για εξοικονόμηση ενέργειας σε κάθε οικονομική δραστηριότητα.
Στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρισμού οφείλουμε την αύξηση της τιθάσευσης της ενέργειας από το 5% στα 1910 κοντά στο 50% της τρέχουσας δεκαετίας στην αποτελεσματικότερη εφαρμογή των νόμων της θερμοδυναμικής.
Πόσο σύμφωνη είναι όμως η οικονομία της χώρας με τους νόμους της θερμοδυναμικής;
Οι τυπικές θερμοδυναμικές αποδόσεις μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακες στις δυτικές οικονομίες βρίσκονται κοντά στο 40%, ενώ οι τυπικές αποδόσεις των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ βρίσκονται γύρω στο 30%.
Η ανάλυση δείχνει ότι μόνο με 1% βελτίωση στην απόδοση, εξοικονομούμε συνολικά τουλάχιστον 35,6 εκατ. ευρώ ετησίως. Είναι θέμα απλής αριθμητικής για να διαπιστώσει κανείς την αλόγιστη σπατάλη που γίνεται και τα ανυπολόγιστα οφέλη που μπορούν να προκύψουν από μια βελτίωση 10 εκατοστιαίων μονάδων.
Αλλά και η μετατροπή της ενέργειας σε χρήσιμο έργο για κάθε δευτερογενή οικονομική δραστηριότητα-για το σύνολο του ΑΕΠ της χώρας- έχει σύμφωνα με μελέτες (Οδηγία 2006/32/ΕΚ) περιθώρια βελτίωσης κατά τουλάχιστον 30%.
Κάθε αύξηση της απόδοσης της μετατροπής ενέργειας σε χρήσιμο έργο οδηγεί, μέσω της μείωσης των τιμών, στην πολυπόθητη ανάπτυξη, αυξάνοντας έτσι τη ζήτηση για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Αυτό, με τη σειρά του, δημιουργεί κίνητρα για νέες επενδύσεις, νέες καινοτομίες, και περαιτέρω μειώσεις των τιμών, με αποτέλεσμα πρόσθετη ζήτηση, και περαιτέρω ανάπτυξη.
Κάθε ευρώ δαπάνης για επιλεκτικές παρεμβάσεις βελτίωσης παράγει μεγαλύτερη ποσότητα συνολικού ΑΕΠ, δημιουργεί και διασφαλίζει θέσεις εργασίας, καθιστά την οικονομία ανταγωνιστικότερη, εξοικονομεί αποθέματα, ελαχιστοποιεί τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Εξίσου όμως σημαντική και ανεκτίμητη είναι η συμβολή των νόμων της θερμοδυναμικής και στον καθορισμό του ορίου που μπορεί να ληφθεί από κάποιον πόρο, την επίτευξη του οποίου οι μηχανικοί επιδιώκουν να καταφέρουν.
Όπως ο βιολογικός εκείνος νόμος που θέτει ένα όριο στο μέγεθος των ζωντανών οργανισμών και διασφαλίζει ότι τα δένδρα δεν θα μεγαλώσουν μέχρι τον ουρανό, παρομοίως οι αμείλικτοι νόμοι της θερμοδυναμικής θέτουν τα όρια της παραγωγής και της εντροπίας, της γένεσης και της καταστροφής. Δημιουργούν ταυτόχρονα κατ’ αντιδιαστολή προς τις «άλλες επιστήμες», ένα αυστηρό ταμπού που υποδεικνύει το όριο και το μέτρο, υποδεικνύει την αλήθεια και απαγορεύει το ψεύδος, την υπερβολή και την ύβρη.
Ταυτόχρονα η ίδια η δημοκρατία, με όλες τις «ιδιοτροπίες» της, συνίσταται σε μια επίμονη και τακτική ανανέωση της ενέργειας, σε μια διαρκώς ανανεούμενη επιρροή, για τη δημιουργική διευθέτηση των υποθέσεων.
Αν η τραγωδία που βιώνουμε στις μέρες μας είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας της δημοκρατίας μας να εισάγει το μέτρο και το όριο, της αδυναμίας της να αυτοπεριορίζεται, να αυτοελέγχεται, συνεχώς να αναπροσαρμόζεται και της τάσης της να υπερβάλλει, τότε εύλογα τίθεται ένα ερώτημα. Μήπως είναι οι νόμοι της θερμοδυναμικής τελικά αυτοί που καθορίζουν την παραγωγική αλλά και την πολιτική ανασυγκρότηση μιας χώρας, την ανάπτυξη ή την παρακμή της, την ανεξαρτησία ή την εξάρτηση της και, σε τελική ανάλυση, την άνοδο ή την πτώση των πολιτικών συστημάτων;
* Ο Ξενοφώντας Μιχαηλίδης είναι χημικός μηχανικός, BS, MS Columbia University, ΜΒΑ University of Sheffield, μέλος του ΔΣ του Συλλόγου Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ.
Δημοσίευση σχολίου