Πώληση λιγνιτικών μονάδων ΔΕΗ - Άσκηση για γερούς παίκτες
Σε άσκηση για γερούς παίκτες μετατρέπεται ο διαγωνισμός για την πώληση των τριών λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, εξ’ αιτίας μίας σειράς παραγόντων με κορυφαίο το αυξανόμενο κόστος των ρύπων, που οι επενδυτές θα πρέπει να συνεκτιμήσουν πριν καταθέσουν τις προσφορές τους.
Η προθεσμία για την εκδήλωση ενδιαφέροντος λήγει την ερχόμενη εβδομάδα, την Πέμπτη 21 Ιουνίου και ενώ οι πληροφορίες που κυκλοφορούν μιλούν για έναν ικανό αριθμό υποψηφίων, και ανάμεσά τους για 2-3 ξένους ομίλους, ευρωπαϊκούς και ασιατικούς, δύο μεγάλους βιομηχανικούς, τη Βιοχάλκο και τον όμιλο Μυτιληναίου αλλά και παίκτες από την εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή, εν τούτοις δεν λείπει ο προβληματισμός για το τελικό κόστος του εγχειρήματος και την ανταγωνιστικότητα των λιγνιτικών μονάδων στο μέλλον.
Παράλληλα οι υποψήφιοι περιμένουν εντός των αμέσως επόμενων ημερών την επίσημη απάντηση της ΔΕΗ, που θα αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της, σε μία σειρά από κρίσιμα ερωτήματα που έθεσαν, καθώς στις 11 Ιουνίου έληξε η περίοδος για την υποβολή των διευκρινιστικών ερωτήσεων σχετικά με τους όρους τους του διαγωνισμού. Από τις πρώτες άτυπες απαντήσεις προκύπτει ότι για την αξιολόγηση της εμπειρίας στην αγορά ηλεκτρισμού, που αποτελεί ένα τα κριτήρια επιλεξιμότητας των υποψηφίων αρκεί και η κατοχή άδειας προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ όσον αφορά στις συμπράξεις μεταξύ των υποψηφίων, πληροφορίες αναφέρουν ότι προς το τέλος Ιουλίου θα κληθούν οι επιλέξιμοι επενδυτές να ανακοινώσουν τα σχήματα με τα οποία προτίθενται να συνεργαστούν για να προχωρήσουν στον επόμενο γύρο. Αλλα θέματα που απασχολούν είναι οι αδειοδοτήσεις, η διάρκεια ζωής των μονάδων κλπ
Η HSBC είναι ο σύμβουλος της ΔΕΗ που θα αξιολογήσει νομικά, χρηματοοικονομικά και τεχνικά τις υποψηφιότητες, προκειμένου ως τις 31 Ιουλίου να καταρτίσει τη shortlist με τις εταιρίες που θα προκριθούν για το στάδιο των δεσμευτικών προσφορών.
Οι ενδιαφερόμενοι πέρα από τις πληροφορίες που θα συλλέξουν από το data room της ΔΕΗ για το μεταβλητό κόστος των τριών λιγνιτικών μονάδων, της Μελίτης και των μονάδων 3 και 4 της Μεγαλόπολης θα κληθούν να συνεκτιμήσουν και μια σειρά από άλλες παραμέτρους όπως την πολιτική της ΕΕ για την απο -ανθρακοποίηση, το αυξανόμενο κόστος των ρύπων, το εργασιακό κόστος αλλά και τη διάρκεια ζωής των υπό πώληση περιουσιακών στοιχείων.
Το κόστος των ρύπων αναδεικύεται στο υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα, αφού από τα περίπου 5,5 ευρώ ανά τόνο CO2/ MWh στα οποία κινήθηκε κατά μέσον όρο το 2017, έχει φθάσει κοντά στα 15 ευρώ ανά τόνο CO 2/Mwh, λόγω της πολιτικής της ΕΕ για την εξάλειψη του πλεονάσματος των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων. Διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ότι μετά το 2020 οι τιμές των δικαιωμάτων μπορεί να φθάσουν στα 23-25 ευρώ ανά τόνο CO2/MWh και να πλησιάσουν τα 30 ευρώ ανά τόνο προς το τέλος της δεκαετίας.
Αν οι προβλέψεις αυτές επαληθευτούν, τότε τίθεται ευθέως το ερώτημα κατά πόσο μπορεί να είναι ανταγωνιστικές οι λιγνιτικές μονάδες σε σχέση με τις υπόλοιπες, δεδομένου ότι επιβαρύνονται με το μεγαλύτερο κόστος ρύπων
Ας σημειωθεί ότι η ΔΕΗ το 2017 για το σύνολο της παραγωγής της, 27,5 εκατ. MWh, αγόρασε δικαιώματα εκπομπής για 28 εκατ. τόνους διοιξειδίου του άνθρακα. Δεδομένου όμως ότι οι πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας που πραγματοποήσε ήταν κατά πολύ περισσότερες, και συγκεκριμένα το 2017 ανήλθαν σε 45,6 εκατ. Mwh, το τελικό αποτύπωμα άνθρακα της ΔΕΗ στην ουσιαστικά περιορίστηκε στο 0,6 τόνους CO 2/ΜWh.
Το ανθρακικό αποτύπωμα των λιγνιτικών μονάδων είναι καλά πολύ υψηλότερο και συγκεκριμένα για τη “Μελίτη Ι” ανέρχεται στο 1,2 -1,3 τόνους διοξειδίου του άνθρακα/MWh, ενώ για τη Μεγαλόπολη 2 και 3 φθάνει στο 1,9 τόνους CO 2/MWh. Την ίδια στιγμή οι μονάδες φυσικού αερίου έχουν αποτύπωμα 0,33 τόνους CO2/ΜWh και οι υδροηλεκτρικές μηδέν.
Και μόνον το στοιχείο αυτό δείχνει τη σημαντική επιβάρυνση που προκαλούν οι ρύποι στη λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή.
www.businessenergy.gr
Δημοσίευση σχολίου