Το σχέδιο του ΥΠΕΝ για την ενεργειακή εξοικονόμηση στον κτιριακό τομέα
Στη φάση της εξειδίκευσης περνάει η εφαρμογή του Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) 2020-2030 του ΥΠΕΝ, μετά την ολοκλήρωση της ανοικτής διαβούλευσης και της επικείμενης νομοθέτησης του από την ελληνική Βουλή.Παράλληλα μεταξύ των υπουργείων ΥΠΕΝ και Οικονομικών εξετάζονται μια σειρά από φοροαπαλλαγές και κίνητρα μείωσης του υψηλού κόστους της ενέργειας στη χώρα μας, το οποίο ξεπερνά ετησίως τα 25 δις ευρώ, και έχει προκαλέσει τον αργό θάνατο της ελληνικής βιομηχανίας, έχει αποτρέψει επενδύσεις και έχει εξοντώσει οικονομικά τα νοικοκυριά.
Ευρωπαϊκές κατευθύνσεις
Η εξειδίκευση της εφαρμογής του ΕΣΕΚ 2020 -2030 στη χώρα μας συνδυάζεται με τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο σχεδιασμός της οποίας προβλέπει ένα πρόγραμμα μαζικών παρεμβάσεων στο κτιριακό απόθεμα της Ευρώπης, επενδύοντας κονδύλια ύψους 170 δισ. ευρώ, για την επίτευξη των στόχων εξοικονόμησης ενέργειας στο 32,5% έως το 2030.
Ο κτιριακός τομέας αντιπροσωπεύει τα 3/4 της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης και αντίστοιχα των δαπανών της Ευρώπης για ενέργεια και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, μια ριζική ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να μειώσει την ενεργειακή κατανάλωση κατά 40% και να καταστήσει εφικτό τον στόχο για εξοικονόμηση ενέργειας κατά 32,5% μέχρι το 2030. Ο νέος σχεδιασμός για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων προχωράει κατά προτεραιότητα από την Κομισιόν έναντι παρεμβάσεων σε άλλους τομείς, όπως αυτός των μεταφορών τόσο λόγω της βαρύτητάς του στους στόχους της εξοικονόμησης που έχουν τεθεί στο πλαίσιο της πολιτικής για την κλιματική αλλαγή και της συμφωνίας του Παρισιού όσο και της αναπτυξιακής της διάστασης σε περιφερειακό επίπεδο. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει αξιωματούχος της Κομισιόν, «η ενεργειακή αναβάθμιση δίνει την ευκαιρία για περιφερειακή ανάπτυξη, με την εμπλοκή πολλών τοπικών επιχειρήσεων και τη δημιουργία αρκετών θέσεων εργασίας.
Ενεργειακά «μπόνους»
Στα μέτρα, που εξετάζονται από την κυβέρνηση περιλαμβάνονται φοροαπαλλαγές για την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων (δημόσιων και ιδιωτικών). Προβλέπεται να αναβαθμιστεί ενεργειακά και να ανακαινιστεί το 3% του συνολικού εμβαδού των κτιρίων που χρησιμοποιούνται από την κεντρική δημόσια διοίκηση σε ετήσια βάση έως το 2030.
Επιπλέον θα συνεχιστούν τα χρηματοδοτικά προγράμματα τύπου «εξοικονομώ κατ΄οίκον» και η προσαρμογή τους για την περαιτέρω προστασία των ευάλωτων κοινωνικά ομάδων. Ο στόχος είναι η ενεργειακή αναβάθμιση του 10% των ελληνικών κατοικιών εντός της δεκαετίας 2021 -2030, το οποίο σημαίνει 40.000 κατοικίες κάθε χρόνο.
Συνολικά η ενεργειακή βελτίωση των κτιρίων αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας κατά 12 δις ευρώ και στη δημιουργία πάνω από 20.000 νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Στα ενεργειακά «μπόνους» δεν θα πρέπει να αποκλειστούν ωστόσο και κάποια έξτρα κίνητρα . Πρόκειται, σύμφωνα με πληροφορίες, για μια ακόμη νομοθετική ρύθμιση που εξετάζουν τα υπουργεία Περιβάλλοντος και Οικονομικών και αφορά την ενεργειακή αναβάθμιση τεσσάρων εκατομμυρίων κατοικιών που θεωρούνται ιδιαίτερα ενεργοβόρες. Τα κίνητρα που μελετώνται είναι η έκπτωση φόρου επί της δαπάνης για ενεργειακή αναβάθμιση από τον ιδιοκτήτη ή ακόμη και η σημαντικότατη μείωση του ΕΝΦΙΑ, ώστε το κίνητρο να λειτουργεί διαχρονικά.
Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) έχει παράλληλα στόχο την αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στο ενεργειακό μείγμα στο 30% αλλά και τη μείωση της συνολικής ενέργειας που καταναλώνουμε κατά 30%.
Πανάκριβη ενέργεια
Σήμερα με βάση τους υπολογισμούς του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) το ενεργειακό κόστος είναι πολύ υψηλό, καθώς η Ελλάδα εισάγει περίπου το 80% της ενέργειας που καταναλώνει, δαπανώντας ετησίως 30 δια ευρώ. Ειδικότερα, κάθε Έλληνας πολίτης εκτιμάται ότι πληρώνει αναλογικά περίπου 1.200 ευρώ ετησίως σε φόρους που προκύπτουν λόγω κατανάλωσης ενέργειας (πετρέλαιο, βενζίνη, αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα), όταν το αντίστοιχο ποσό για τον Γερμανό είναι 550 ευρώ. Ανά κάτοικο αναλογεί δηλαδή κατανάλωση ενέργειας 3,875 ΤΙΠ (τόνος ισοδύναμου πετρελαίου) στη Γερμανία και 2,25 ΤΙΠ στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι στην Ελλάδα έχουμε κόστος 1 6,5% του ΑΕΠ για την ενέργεια ενώ στη Γερμανία το αντίστοιχο νούμερο διαμορφώνεται μόλις στο μισό, δηλαδή 8-8,5% του ΑΕΠ.
Πηγη: ecopress.gr
Δημοσίευση σχολίου