Η πτώση των τιμών του πετρελαίου κάνει πολύ περισσότερο καλό παρά κακό στην Ευρώπη
Η ειδησεογραφία προβάλει σταθερά τον αρνητικό αντίκτυπο από την απότομη πτώση των τιμών του πετρελαίου. Έγινε δε, σαφές και αυτήν την εβδομάδα, ότι η κατάρρευση των νομισμάτων των πετρελαιοεξαγωγών χωρών, όπως η Ρωσία, μπορεί να επηρεάσει όλες τις αγορές ανά την υφήλιο.
Οι παραγωγοί πετρελαίου, από την πλευρά τους προειδοποιούν ότι οι επενδύσεις θα μειωθούν, διακυβεύοντας τη μελλοντική παραγωγή, ενώ θα χαθούν και θέσεις εργασίας. Στην ευρωζώνη πάλι, η πτώση των τιμών του πετρελαίου πιθανότατα θα εντείνει επικίνδυνα το πρόβλημα του αποπληθωρισμού.
Αυτές οι συνθήκες θολώνουν το γεγονός ότι για τις περισσότερες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις το φθηνότερο πετρέλαιο είναι αδιαμφισβήτητα θετικό. Στις αρχές του έτους, το υψηλό κόστος της ενέργειας ήταν η μεγαλύτερη ανησυχία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Τώρα, οι χαμηλότερες τιμές δίνουν μεγάλη ώθηση στις επενδύσεις, στην απασχόληση και κατ’ επέκταση στην ανάπτυξη.
Ας δούμε πρώτα τις μακροοικονομικές προκλήσεις. Το κόστος ενέργειας αντιστοιχεί σε περισσότερο από το 10% του πληθωρισμού στην ευρωζώνη, κι αυτό εξηγεί γιατί η υποχώρηση στις τιμές του πετρελαίου θεωρείται κακή εξέλιξη στη μάχη κατά του αποπληθωρισμού. Ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αντιστέκεται τα αιτήματα για νέα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης, εν μέρει για να διατηρήσει τις πιέσεις στις κυβερνήσεις που αντιστέκονται στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Τώρα όμως, η τιμή του μαύρου χρυσού μπορεί να του δώσει μία ακλόνητη δικαιολογία για να υπαναχωρήσει σε αυτές τις πιέσεις.
Εάν η νέα χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής γίνει με ένα πρόγραμμα αγοράς εταιρικών ομολόγων από την ΕΚΤ, τότε το κόστος δανεισμού στις αγορές ομολόγων – τόσο για αναχρηματοδότηση όσο για νέο δανεισμό – μπορεί να μειωθεί, ενισχύοντας πιθανώς τις επενδύσεις. Ακόμη πιο πιθανή είναι η επακόλουθη αποδυνάμωση του ευρώ, που θα βοηθήσει τους εξαγωγείς της ευρωζώνης.
Υπάρχουν και άλλες, πιο άμεσες, συνέπειες. Οι οικονομικοί αναλυτές της Credit Suisse εκτιμούν ότι η πτωτική πορεία στις τιμές του πετρελαίου στις ΗΠΑ αντιστοιχούν σε de facto φορολογικές περικοπές ύψους τουλάχιστον 100 δισ. δολ.
Στην Ευρώπη, οι δαπάνες που σχετίζονται με το πετρέλαιο αντιστοιχούν στο 5% των συνολικών δαπανών. Ακόμη κι αν οι καταναλωτές κρύψουν κάποια από τα κεφάλαια που εξοικονομούν με το φθηνό πετρέλαιο κάτω από το στρώμα – κι αυτό είναι πιθανό ειδικότερα στον ευρωπαϊκό νότο, δεδομένης της υψηλής ανεργίας – κάποιο μέρος θα μεταφραστεί σε αύξηση των καταναλωτικών δαπανών.
Υπάρχουν κλάδοι που σαφώς ευνοούνται, όπως τα λιανικά καταστήματα ρούχων, τα super market και τα πολυκαταστήματα. Η σουηδική H&M για παράδειγμα, πουλάει το ένα πέμπτο των ρούχων της στη Γερμανία, 9% στις ΗΠΑ και 7% στη Βρετανία. Ο ταξιδιωτικός κλάδος επίσης θα ευνοηθεί. Εταιρείες όπως η Tui θα ευνοηθούν μάλιστα διπλά: πρώτον επειδή μειώνεται το κόστος καυσίμων και δεύτερον επειδή ανακάμπτει η ζήτηση. Το ίδιο ισχύει και για τις αεροπορικές, όπου τα καύσιμα αντιστοιχούν στο 20%-40% του κόστους λειτουργίας. Η Credit Suisse εκτιμά ότι με το πετρέλαιο στα 60 δολ. ανά βαρέλι, θα μπορούσε να υπάρξει αύξηση τουλάχιστον 40% στα κέρδη όλων των εισηγμένων αεροπορικών. Εταιρείες όπως η IAG - η μητρική της British Airways και της Iberia - θα δεχθούν ώθηση έναντι των low budget εταιρειών όπως η Ryanair.
Δεν είναι μόνο οι κλάδοι που αφορούν άμεσα τον καταναλωτή οι οποίοι ευνοούνται. Οι χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου ευνοούν απροσδόκητα μεγάλο αριθμό βιομηχανικών επιχειρήσεων: από τις πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές εισηγμένες εταιρείες εξόρυξης, μέχρι τις εταιρείες του κλάδου χημικών, των οποίων το κόστος εξαρτάται κατά τα δύο τρίτα από υλικά που σχετίζονται με το πετρέλαιο. Ο ευρύτερος κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας, όπου συμπεριλαμβάνονται και εταιρείες ελαστικών όπως η Continental και η Pirelli για παράδειγμα, ευνοείται και από τη συνεπακόλουθη υποχώρηση στις τιμές των πλαστικών.
Όταν η UBS ανέλυσε τα δύο πετρελαϊκά σοκ του 1986 και του 1990, κατέληξε στοότι για κάθε πτώση στην τιμή του πετρελαίου κατά 10% τα κέρδη των εισηγμένων αυξάνονταν 2%. Επίσης, για κάθε υποχώρηση του ευρώ σε εμπορικά σταθμισμένους όρους κατά 10%, η κερδοφορία των επιχειρήσεων κατέγραφε άνοδο της τάξεως του 4% - 5%. Σε όρους συνολικής κερδοφορίας, το ποσοστό των εισηγμένων ανά την Ευρώπη που απειλούνται από την υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου είναι σημαντικά χαμηλότερο από εκείνων που ευνοούνται.
Είναι σημαντικό να μην παρασυρθούμε. Ο συνδυασμός της πτωτικής πορεία των τιμών του πετρελαίου και της αποπληθωριστικής στασιμότητας στην ευρωζώνη είναι μία νέα πραγματικότητα και οι καταναλωτές μπορεί να μη βάλουν τελικά το χέρι στην τσέπη. Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, είτε πρόκειται για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, είτε για το Ισλαμικό Κράτος στη Μέση Ανατολή, τη Ρωσία και την ουκρανική κρίση, εντείνονται.
Η χρηματιστηριακή αγορά της ευρωζώνης όμως είναι η μία μεγάλη αγορά περιοχής που εισάγει ενέργεια, η οποία κινείται πτωτικά από τότε που ξεκίνησε η υποχώρηση στις τιμές του πετρελαίου. Αυτό δείχνει πως οι επενδυτές και οι αναλυτές υποτιμούν σημαντικά τα πιθανά οφέλη από τις εξελίξεις στην αγορά πετρελαίου και όχι το αντίθετο.
Πηγη: energia.gr
Δημοσίευση σχολίου