.

Ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές: βασικός παράγοντας για ένα ευρωπαϊκό μέλλον με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα

Το μέλλον διαφαίνεται λαμπρό για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες διαδραματίζουν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο καθώς η Ευρώπη προσπαθεί να μειώσει την εξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα. Συζητήσαμε με τον Mihai Tomescu, ειδικό σε θέματα ενέργειας στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, σχετικά με τις μελλοντικές ευκαιρίες και τις προκλήσεις σε σχέση με την καθαρή ενέργεια.

Θεωρείτε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιτύχει τον στόχο της να καλύψει το 20% των τελικών ενεργειακών αναγκών της από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως το 2020;
Βάσει της προόδου που έχουμε σημειώσει μέχρι στιγμής, είναι πιθανό η ΕΕ να επιτύχει τον συγκεκριμένο στόχο. Η κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ εξακολουθεί να αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο, φθάνοντας το 2014 σε ποσοστό 16% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο σε σχέση με την ενδιάμεση πορεία της Ευρώπης που προβλεπόταν στην οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, άρα η πρόοδός μας είναι πολύ καλή. Σε εθνικό επίπεδο, η κατάσταση είναι λίγο πιο σύνθετη, όμως η συντριπτική πλειονότητα των κρατών μελών σημειώνουν σημαντική πρόοδο.
Η αυξημένη κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έχει ωφελήσει πολλούς τομείς. Η πρόοδος όσον αφορά την επίτευξη των στόχων, τόσο της ΕΕ όσο και των επί μέρους εθνικών στόχων, συνεπάγεται αποτελεσματική αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στήριξη της διαρθρωτικής μετάβασης σε καθαρή ενέργεια. Αυτές οι ελπιδοφόρες εξελίξεις μπορούν να προετοιμάσουν την είσοδο ευρωπαϊκών εταιρειών σε νέους παγκόσμιους ενεργειακούς τομείς όπου αναμένεται σημαντική ανάπτυξη. Παρατηρούμε επίσης αυξανόμενο ενδιαφέρον και στήριξη του ευρύτερου κοινού σε πηγές καθαρής ενέργειας – παράγοντας που θα μπορούσε να συμβάλει στην επίσπευση της τρέχουσας ενεργειακής μετάβασης. Παρά τις συγκεκριμένες αυτές θετικές εξελίξεις, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας έως την ολοκλήρωση της ενεργειακής μετάβασης.

Θα μπορούσε κάποια στιγμή η ΕΕ να στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή τα ορυκτά καύσιμα θα διαδραματίζουν πάντοτε κάποιο ρόλο;

Με τη Συνθήκη του Παρισιού, ο κόσμος συμφώνησε να στραφεί σε ένα μέλλον χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ήδη θέσει φιλόδοξους στόχους για το κλίμα και, προκειμένου να επιτύχουμε τις μακροπρόθεσμους στόχους μας για απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρέπει, έως το 2050, να καλύπτουν τις ενεργειακές μας ανάγκες σε ποσοστό που θα κυμαίνεται τουλάχιστον μεταξύ 55% και 75%. Πρόκειται σαφώς για μια πρόκληση, θεωρώ όμως ότι είναι κάτι το εφικτό.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούν το κλειδί για τις προσπάθειες μακροπρόθεσμου μετριασμού της κλιματικής αλλαγής και θα διαδραματίζουν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο στη βελτίωση της συνολικής ενεργειακής ασφάλειας της ΕΕ. Ωστόσο, είναι πιθανό να συνεχιστεί για κάποιο χρονικό διάστημα η ανάγκη μας για ορυκτά καύσιμα, μολονότι η εξάρτησή μας από αυτά έχει αρχίσει να μειώνεται. Εκτός από τους γεωπολιτικούς κινδύνους που εγκυμονούν, τα ορυκτά καύσιμα συνοδεύονται και από δυσανάλογο εξωτερικό κόστος για την κοινωνία, το οποίο μεταφράζεται σε βλάβες για την υγεία και το περιβάλλον.
Ενώ η διατήρηση των τιμών του πετρελαίου σε χαμηλά επίπεδα θα μπορούσε να επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα του κόστους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές για τις εν λόγω πηγές είναι λαμπρές. Οι τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικές από πλευράς κόστους. Σε πολλές περιοχές, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ανταγωνίζονται ήδη με επιτυχία τις τεχνολογίες ορυκτών καυσίμων σε τιμές αγοράς. Εκτός αυτού, εάν οι τιμές της ενέργειας συμπεριλάβουν  τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που συνδέονται με την παραγωγή και χρήση της ενέργειας (εκπομπές στην ατμόσφαιρα, κλίμα, ύδατα), τότε σίγουρα οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα υπερτερήσουν των συμβατικών τεχνολογιών.

Η Ευρώπη κατέχει ηγετική θέση στην ανάπτυξη πηγών καθαρής ενέργειας;

Όπως προκύπτει από την πρόσφατη έκθεση του ΕΟΠen σχετικά με τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη, η ΕΕ έχει συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη τεχνολογιών παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές παγκοσμίως. Κατά την περίοδο 2005-2012, η Ευρώπη κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό επί του συνόλου των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παγκοσμίως, ενώ από το 2013 βρίσκεται στη δεύτερη θέση, με πρώτη την Κίνα. Το 2014, η ΕΕ-28 διέθετε τη μεγαλύτερη εγκατεστημένη και συνδεδεμένη ηλιακή φωτοβολταϊκή (PV) ισχύ παγκοσμίως –περίπου τριπλάσια σε σχέση με εκείνη της Κίνας– και τη μεγαλύτερη δυναμικότητα αιολικής ενέργειας παγκοσμίως. Ωστόσο, τελευταία, ο ρυθμός των επενδύσεων στην Ευρώπη έχει επιβραδυνθεί, ενώ σε άλλα μέρη του κόσμου επιταχύνεται.
Όσον αφορά την απασχόληση στον τομέα της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η ΕΕ αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες παγκοσμίως. Το 2014 διέθετε το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο απασχόλησης εργατικού δυναμικού στον συγκεκριμένο τομέα, με πρώτη τη Βραζιλία. Οι μεγαλύτεροι εργοδότες στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ΕΕ είναι οι βιομηχανίες αιολικής ενέργειας, ηλιακής φωτοβολταϊκής ενέργειας και στερεής βιομάζας. Ορισμένες απώλειες θέσεων εργασίας σημειώνονται στις βιομηχανίες ηλιακής φωτοβολταϊκής και αιολικής ενέργειας, καθώς εξακολουθεί να αυξάνεται ο ανταγωνισμός από την Κίνα. Παρά το γεγονός αυτό, το ποσοστό των θέσεων εργασίας στον τομέα της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ-28 παραμένει, έως και σήμερα, υψηλότερο εκείνου της Κίνας.

Ποιες είναι οι μελλοντικές προκλήσεις;

Καταρχάς, το παγκόσμιο τοπίο στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αλλάζει ραγδαία. Αν η Ευρώπη θέλει να διατηρήσει το πλεονέκτημα του πρωτοπόρου, πρέπει να ανταποκριθεί στο επίπεδο δεσμεύσεων που έχει αναλάβει. Το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα η χρηματοδότηση για έρευνα και ανάπτυξη έχει παραμείνει στάσιμη παραπέμπει στο ενδεχόμενο η Ευρώπη να μην μπορέσει να επωφεληθεί από τις καινοτόμες τεχνολογίες του μέλλοντος. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας συνιστά να τριπλασιαστούν οι τρέχουσες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη καινοτομίας στον τομέα της καθαρής ενέργειας.
Επιπλέον, απαιτείται μεταρρύθμιση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας της ΕΕ προκειμένου να καταστεί περισσότερο αποδοτική και ικανή να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη χρήση  διαλειπουσών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Οι διαλείπουσες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή φωτοβολταϊκή και η αιολική, τροφοδοτούν το δίκτυο με ηλεκτρισμό όταν το επιτρέπουν οι κλιματικές συνθήκες. Στο πλαίσιο των υφιστάμενων κανόνων της αγοράς, οι συγκεκριμένες πηγές ενέργειας δεν είναι τόσο ανταγωνιστικές σε επίπεδο κόστους, κάτι που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στο μέλλον. Οι βελτιώσεις στην αποδοτικότητα, τη μεταφορά, τη διασυνοριακή διασύνδεση και την αποθήκευση ενέργειας, καθώς και ένας περισσότερο ενεργός ρόλος στη διαχείριση της ζήτησης, θα διαδραματίσουν επίσης σημαντικό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση.

Με ποιο τρόπο διασφαλίζει ο ΕΟΠ αποτελεσματικότερη χρήση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές;

Διενεργούμε τακτικά αξιολογήσεις της προόδου όσον αφορά την επίτευξη των στόχων της ΕΕ, παρέχοντας στήριξη στους φορείς λήψης αποφάσεων στην Ευρώπη. Οι εκθέσεις μας αποτυπώνουν επίσης την τρέχουσα κατάσταση, και λειτουργούμε σε ετήσια βάση ως κέντρο πληροφόρησης για τις χώρες μέλη μέσω του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πληροφοριών και Παρατηρήσεων για το Περιβάλλον (ΕΔΠΠΠ/Eionet), με στόχο τον εντοπισμό και τη συζήτηση ζητημάτων που αφορούν την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

0 σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοσίευση σχολίου