Πρέπει να διορθωθούν οι αδικίες σε βάρος της Ελλάδας σχετικά με τις εκπομπές CO2
Η ΕΕ καθόρισε τα κριτήρια για τη χορήγηση δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής CO2 το 2013. Ωστόσο, παρέλειψε να λάβει υπόψη τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που υπάρχουν στον ορίζοντα.
Η νομοθεσία της ΕΕ σχετικά με το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στοχεύει σε μια πιο αποτελεσματική εφαρμογή των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από την ΕΕ και τα κράτη μέλη της για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Η Σύνοδος Κορυφής του Συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβρη του 2014 έλαβε αποφάσεις σχετικά με τους στόχους για την περίοδο 2020-2030 και τους βασικούς άξονες των κατευθυντήριων γραμμών, περιλαμβανομένων των κριτηρίων για τη χορήγηση ειδικών προνομίων σε χώρες με χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στα κράτη μέλη που έχουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές κάτω από το 60% του μέσου όρου της ΕΕ το 2013, γίνεται πρόβλεψη για τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπών CO2 για τον τομέα της ενέργειας, η οποία θα επεκταθεί μέχρι το 2030.
Επιπλέον, υπάρχει πρόβλεψη για τη δημιουργία ενός νέου αποθεματικού το οποίο θα αποτελείται από το 2% των δικαιωμάτων και θα υποστηρίξει τις υψηλές επενδυτικές ανάγκες για τον εκσυγχρονισμό των ενεργειακών συστημάτων.
Και οι δέκα χώρες που πληρούν το προαναφερθέν κριτήριο για το 2013 ανήκουν στην Ανατολική Ευρώπη. Μια τέτοια εξαίρεση χορηγείται ως ενίσχυση σε χώρες με χαμηλό ΑΕΠ, με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής τους ανάπτυξης.
Σε όλες τις άλλες χώρες, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, η οποία υπερέβη ελαφρά το κριτήριο για το 2013 (κατά κεφαλήν ΑΕΠ 62%), δεν χορηγήθηκαν δωρεάν δικαιώματα στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας. Ως αποτέλεσμα, το σχετικό κόστος περιλαμβάνεται στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, χονδρικής και λιανικής πώλησης, με συνέπεια να τις αυξήσει σημαντικά.
Στην περίπτωση της Ελλάδα ειδικότερα, τόσο η ελληνική πλευρά όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έλαβαν υπόψη τη συνεχιζόμενη ύφεση της ελληνικής οικονομίας και απέτυχαν να προβλέψουν την ταχεία πτώση του ελληνικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 62% το 2013 σε 59,7% το 2014, χωρίς προοπτική θετικής αλλαγής σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η παράλειψη αυτή οδήγησε στην άδικη και άνιση μεταχείριση της χώρας σε σύγκριση με τις άλλες χώρες με χαμηλό ΑΕΠ.
Ως εκ τούτου, λόγω του ότι το 2013 λαμβάνεται ως έτος αναφοράς, τίθεται το θέμα των στρεβλώσεων στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και του έντονου ανταγωνισμού – που αντανακλάται από τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Η Ελλάδα, ειδικότερα, έχει μια μοναδική γεωγραφική θέση: στο νότιο άκρο της Ευρώπης, χωρίς ισχυρές διασυνδέσεις ηλεκτρικής ενέργειας με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Όλες οι γειτονικές χώρες, εκτός από την Ιταλία, δεν είναι υποχρεωμένεςι να αγοράζουν δικαιώματα εκπομπών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, είτε επειδή δεν είναι μέλη της ΕΕ (Τουρκία), ή επειδή απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή λόγω του χαμηλού ΑΕΠ (Βουλγαρία).
Η ένταξη της Ελλάδα στις χώρες που λαμβάνουν δωρεάν δικαιώματα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα αποκαταθιστούσε την αδικία που διαπράχτηκε εναντίον της Ελλάδας. Ο τομέας της ενέργειας της χώρας έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες, που καθιστούν το θέμα των της κατανομής των δικαιωμάτων εκπομπών CO2 εξαιρετικά κρίσιμο για τη βιωσιμότητα της εθνικής οικονομίας, με δεδομένο το γεγονός ότι οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με λιγνίτη αποτελούν τη βάση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Ο λιγνίτης εξακολουθεί να είναι απαραίτητος για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, είναι κεντρικός άξονας για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, για την ανεξαρτησία της χώρας από εισαγόμενα καύσιμα, για τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, καθώς και για την απασχόληση και την ανάπτυξη των τοπικών κοινοτήτων στη Δυτική Μακεδονία και την Κεντρική Πελοπόννησο .
Μάλιστα, σε μια τόσο δυσμενή οικονομική περίοδο, κατά την οποία η ελληνική κυβέρνηση υλοποιεί προγράμματα οικονομικής προσαρμογής για την ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας, η στήριξη των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων είναι σημαντική, προκειμένου να διατηρήσει τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλές προς όφελος των ευάλωτων καταναλωτών, καθώς και του τομέα των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας.
Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται και από μια σειρά πρωτοβουλιών όπως η κατασκευή δύο νέων σταθμών παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη, “Πτολεμαίδα V” (ήδη υπό κατασκευή) και Μελίτη II, σε συνδυασμό με την απόσυρση των παλαιών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, μέχρι το έτος 2025 η χώρα μας θα έχει υπερβεί τους αρχικούς στόχους της ΕΕ για μείωση των εκπομπών CO2 που έχουν τεθεί για το έτος 2030.
Συνεπώς, είναι αναγκαίο να διευρυνθούν τα κριτήρια για την ένταξη περισσότερων χωρών στις προαναφερόμενες διατάξεις και, ιδίως, για να τεθεί το έτος 2014 ως έτος αναφοράς.
Η ΔΕΗ υποστηρίζει τη μείωση των τιμών σε σχέση με τα δικαιώματα εκπομπής CO2 με σκοπό την μείωση του κόστους της ενέργειας, προκειμένου να προωθήσει την ανάκαμψη της οικονομικής ανάπτυξης, την προσέλκυση επενδύσεων και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι επενδύσεις της ΔΕΗ επικεντρώνονται στην αντικατάσταση των παλαιών και ρυπογόνων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με σύγχρονες και πιο αποτελεσματικές, οι οποίες θα μειώσουν σημαντικά τις εκπομπές, καταπολεμώντας την κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με το πνεύμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
* Ο Γεώργιος Ανδριώτης είναι ο αντιπρόεδρος της ΔΕΗ ΑΕ Ελλάδος.
(Euractiv) / energypress
Δημοσίευση σχολίου