.

Ακαδημία Αθηνών: Πώς ο ενεργειακός σχεδιασμός θα οδηγήσει την Ελλάδα στην ανάπτυξη

Η ενέργεια αποτελεί θεμελιακή συνιστώσα του αναπτυξιακού σχεδιασμού της Ελλάδος, με τις ενεργειακές και αναπτυξιακές προκλήσεις να απαιτούν ολιστικές προσεγγίσεις και καλόπιστο διάλογο, σημειώνει η Ακαδημία Αθηνών σε πόρισμά της.

Αναφορικά με τις αναπτυξιακές δυνατότητες και τις ενεργειακές ανάγκες, αλλά και τις ενεργειακές ανάγκες ως μοχλός ανάπτυξης, η Ακαδημία τονίζει την αναγκαιότητα ενός μακροχρόνιου εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού που να προσδιορίζει ρεαλιστικά και αντικειμενικά τις απαιτούμενες ενεργειακές ανάγκες και δυνατότητες της χώρας για την μακροπρόθεσμη ανάπτυξή της.
Σύμφωνα με την Ακαδημία Αθηνών, η πραγματοποίηση σημαντικών παραγωγικών επενδύσεων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου η Ελλάδα, μετά από την παρατεταμένη και βαθιά οικονομική ύφεση, να εισέλθει σε περίοδο οικονομικής ανάπτυξης και μάλιστα με υψηλούς ρυθμούς. ΗΕλλάδα έχει το ανθρώπινο δυναμικό και την τεχνογνωσία να αξιοποιήσει τους ενεργειακούς της πόρους για μια ρεαλιστική και βιώσιμη ανάπτυξη. Απαιτείται όμως μακροχρόνιος προγραμματισμός, σοφή επιλογή ανταγωνιστικών περιοχών ανάπτυξης, κατάλληλες υποδομές, αξιοποίηση των ενδογενών πόρων, ενδεδειγμένη και σταθερή νομοθεσία, επενδύσεις, και ουσιαστική κρατική υποστήριξη της παιδείας, της έρευνας και της αριστείας της χώρας.
Η σημερινή ελληνική πραγματικότητα
Η ενέργεια αποτελεί σήμερα τον τέταρτο μεγαλύτερο κλάδο της ελληνικής οικονομίας συνεισφέροντας 4% στο ΑΕΠ της χώρας και 1% στις θέσεις εργασίας.
Η οικονομική κρίση της παραγωγικής δραστηριότητας από το 2008 και μετά επέφερε πτώση της ζήτησης της ηλεκτρικής ενέργειας σε όλες τις κατηγορίες των χρηστών. Η μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2014 σε σχέση με το 2005 ανέρχεται σε 35,2% στη βιομηχανία, 25,5% στις μεταφορές και 31,7% στους άλλους τομείς.
Τα σημαντικότερα θέματα προς εξέταση είναι η κατανάλωση ενέργειας , η παραγωγικότητα , το μείγμα των πηγών ενέργειας και το εύρος των δραστηριοτήτων του ενεργειακού κλάδου. Η συνολική κατά κεφαλήν κατανάλωση ενέργειας στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι όμως αναλογικά υψηλότερη σε ορισμένους τομείς, πράγμα που οφείλεται στην κακή μόνωση των κτιρίων, στη χρήση παλιών ηλεκτρικών συσκευών / καυστήρων θέρμανσης και στον πεπαλαιωμένο στόλο οχημάτων. Η παραγωγικότητα είναι χαμηλή σε σχέση με αντίστοιχες ευρωπαϊκές χώρες (κυρίως στους τομείς του ηλεκτρισμού και του πετρελαίου). Στο ενεργειακό μείγμα της Ελλάδος παρατηρείται μεγάλη εξάρτηση από πετρελαϊκά προϊόντα, κυρίως λόγω της σχεδόν αποκλειστικής χρήσης τους στον κλάδο των μεταφορών αλλά και της πολύ μικρής συμμετοχής του φυσικού αερίου στη χρήση της θέρμανσης. Τέλος, το εύρος δραστηριοτήτων του ενεργειακού κλάδου είναι σχετικά περιορισμένο παρά τη στρατηγική θέση της χώρας και το υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας. Με εξαίρεση τον κλάδο διύλισης πετρελαϊκών προϊόντων, η δραστηριότητα στην έρευνα για την αναζήτηση πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, η συμμετοχή στην παραγωγή εξοπλισμού ΑΠΕ και γενικά η συμμετοχή της Ελλάδος στον ενεργειακό χάρτη της περιοχής, παραμένουν περιορισμένες.
Μειονεκτήματα
Το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των αστικών κέντρων της Ελλάδος μειώνουν την αποδοτικότητα της ενέργειας.
Το κόστος της χρησιμοποιούμενης ενέργειας όλων των μορφών αυξήθηκε σημαντικά στα χρόνια της κρίσης, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τη βιομηχανία∙ το 2012 ήταν ισοδύναμο με περίπου το 50% των συνολικών αμοιβών της εργασίας έναντι 19% το 2004. Η αγορά ενέργειας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από αναποτελεσματικές μεταβατικές διευθετήσεις, κυρίως λόγω της έλλειψης βούλησης να αντιμετωπισθούν προβλήματα δομικής φύσεως τα οποία εμποδίζουν την αποτελεσματική εισαγωγή δυνάμεων του ελεύθερου ανταγωνισμού. Επίσης, η διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προωθήθηκε ανεξαρτήτως του συγκριτικού κόστους και του επιπέδου ωριμότητας της κάθε τεχνολογίας.
Το ενεργειακό σύστημα πάσχει από έλλειψη ολοκληρωμένης στρατηγικής, με συνέπεια αδικαιολόγητες αυξήσεις του ενεργειακού κόστους, αρνητική επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αύξηση της ενεργειακής πενίας, χαμηλή ενεργειακή απόδοση και σπατάλη εγχώριων ενεργειακών πόρων, καθώς και περιορισμένης έκτασης απευθείας χρήσης του Φυσικού Αερίου (ΦΑ) για τις θερμικές ανάγκες και τον κλιματισμό.
Δεν γίνεται επαρκής εκμετάλλευση των δασών μας ως πηγής ενέργειας (η δασοπονία συνεισφέρει μόλις ~ 0,1% του ΑΕΠ).
Η γεωθερμία παραμένει αδικαιολόγητα ανεκμετάλλευτη, χωρίς ευρεία κοινωνική αποδοχή.
Δεν έχουν κατασκευασθεί νέα υβριδικά έργα για αποθήκευση ενέργειας.
Η θέση της χώρας στο φάσμα καινοτομία-τεχνολογική αλλαγή παραμένει αδύναμη. Χρειάζονται βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιλογές.
Το κράτος αδυνατεί να συζεύξει τον δημόσιο χαρακτήρα του ενεργειακού συστήματος με την αναπτυξιακή λειτουργία του.
Στερείται η χώρα μεσαίων και μεγάλων παραγωγικών μονάδων και επομένως υπάρχει αδυναμία επίτευξης οικονομιών κλίμακας στην ενέργεια.
Εξειδικεύεται η χώρα σε προϊόντα απλής/μέσης τεχνολογίας, τα οποία παράγονται εύκολα και φτηνά σε πολλές χώρες και υπόκεινται έτσι σε ανταγωνιστικές πιέσεις.
Η περαιτέρω συμπίεση των αμοιβών εργασίας έχει όλο και μικρότερη επίδραση στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής.
Ανάγκες
Μείωση του κόστους της ενέργειας. Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος μπορεί να μειωθεί με τον εξορθολογισμό του συστήματος παραγωγής και της τιμολογιακής και φορολογικής πολιτικής.
Αποτελεσματική προώθηση της εξοικονόμησης ενέργειας, ιδίως στον ενεργοβόρο κτιριακό τομέα.
Παραγωγή καθαρών καυσίμων για τις μεταφορές.
Ορθολογική αξιοποίηση όλων των εθνικών ενεργειακών πόρων.
Συστηματική επένδυση σε τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας και πρόβλεψη για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών.
Διασύνδεση του Διασυνδεδεμένου Ηλεκτρικού Συστήματος με τα νησιά. Η ηλεκτροδότηση των νησιών παραμένει σημαντικό θέμα κόστους και περιβαλλοντικής επιβάρυνσης.
Ελληνικοί ενεργειακοί πόροι
Λιγνίτης: Έχει παρατηρηθεί μείωση της χρήσης του λιγνίτη τα τελευταία χρόνια με συνεισφορά κάτω του 40% στο ισοζύγιο παραγωγής του Διασυνδεδεμένου Ηλεκτρικού Συστήματος της χώρας το 2015. Αναμένεται να συνεχίσει τη συμμετοχή του με βελτιωμένο βαθμό απόδοσης ώστε να περιορισθεί η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενα καύσιμα και παράλληλα να υπάρξει σταθερό, προβλέψιμο και χαμηλό κόστος παραγωγής και θέσεις εργασίας στην περιφέρεια.
Σε ό,τι αφορά την επιλογή μεταξύ λιγνίτη και φυσικού αερίου, μερικοί από τους ομιλητές ισχυρίζονται ότι με την κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων καθαρής τεχνολογίας (και απόσυρση των παλαιών) το κόστος της κιλοβατώρας ΦΑ θα είναι μεν ανταγωνιστικό εκείνου της λιγνιτικής κιλοβατώρας, το ΦΑ όμως είναι εισαγόμενο καύσιμο από χώρες εκτός της ΕΕ και επομένως τίθενται θέματα ποσοστού ενεργειακής εξάρτησης και ασφάλειας εφοδιασμού. Η έμφαση στο ΦΑ ως εναλλακτικό καύσιμο οφείλεται εν πολλοίς στις χαμηλότερες (~1/3) εκπομπές CO2 από την καύση του σε σύγκριση με εκείνες του λιγνίτη καθώς και στην λειτουργική ευελιξία των αντίστοιχων μονάδων παραγωγής. Μερικοί από τους ομιλητές ισχυρίζονται ότι η περαιτέρω διαχείριση των λιγνιτικών αποθεμάτων της χώρας ως καύσιμα ηλεκτροπαραγωγής, απαιτεί σχεδιασμό, που να διατηρεί συνεχώς τη συμμετοχή του λιγνίτη άνω του 30% στους σταθμούς βάσεως.
Η πρόσφατη προώθηση από τη ΔΕΗ σε κατασκευαστικό στάδιο της μονάδας «Πτολεμαΐδα 5», διαθέσιμης ισχύος 617 MW με απόδοση 43% έναντι της χαμηλής απόδοσης (25%-28%) των σε λειτουργία σήμερα μονάδων που θα μειώσει τους ρύπους κατά ~ 40%, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο λιγνίτης μάλλον θα συνεχίσει να συμμετέχει στο ενεργειακό μείγμα της χώρας× αναμένεται όμως περαιτέρω μείωση, λαμβάνοντας υπόψη την απόσυρση παλιών λιγνιτικών μονάδων και την αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ.
Φυσικό Αέριο: Το ΦΑ παραμένει το μόνο ορυκτό καύσιμο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύριο εργαλείο γεφύρωσης ανάμεσα στη σημερινή πραγματικότητα και τη μελλοντική του 2050, όπου προβλέπονται σχεδόν μηδενικές εκπομπές ρύπων από την ηλεκτροπαραγωγή. Αυτό οφείλεται στις χαμηλές εκπομπές CO2 ανά παραγόμενη ηλεκτρική κιλοβατώρα και την ευελιξία των μονάδων ΦΑ η οποία είναι απαραίτητη για τη λειτουργία των Συστημάτων Ηλεκτρισμού με μεγάλη διείσδυση ΑΠΕ.
Ελληνικοί Υδρογονάνθρακες: Αποτελούν αποκλειστικά δυνητική ορυκτή ενεργειακή πηγή, η οποία απαιτεί υλοποίηση των ερευνών και των συμβάσεων του Δημοσίου. Οι όποιες προσδοκίες για τον εντοπισμό αξιόλογων κοιτασμάτων, που θα μπορούσαν να επιδράσουν στην οικονομία της χώρας πρέπει να μεταφερθούν τουλάχιστον μετά το 2020.
Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ): Θεωρείται απαραίτητο να αυξηθεί η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές με ορθολογικό και σταθερό σχεδιασμό και η ενίσχυσή τους μέσω ένταξης στα σχετικά χρηματοδοτικά προγράμματα της ΕΕ.
Γεωθερμία . Η καθυστέρηση της προώθησης της έρευνας και ανάπτυξης της γεωθερμικής ενέργειας στην Ελλάδα θεωρείται αδικαιολόγητη. Πρόκειται για ανανεώσιμη ενεργειακή πηγή συνεχούς παροχής, που διαθέτει άρτιο νομικό πλαίσιο και αξιόπιστα δεδομένα ικανά να υποστηρίξουν μετάβαση σε παραγωγική βάση αξιοποίησης γεωθερμικών πεδίων υψηλής ενθαλπίας, όπως στη Μήλο και τη Νίσυρο, αλλά και αλλού. Επιβάλλεται να προωθηθεί η έρευνα για γεωθερμία και η αξιοποίηση του ήδη γνωστού γεωθερμικού δυναμικού της χώρας για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και για άλλες χρήσεις. Υπάρχουν γεωθερμικά πεδία που χρησιμοποιούνται ήδη με επιτυχία για γεωργικές καλλιέργειες.
Υδροηλεκτρικά: Συνιστούν την κυριότερη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας της Ελλάδος. Επιβάλλεται η άρτια διαχείριση των υδατικών πόρων της χώρας και η κατασκευή περαιτέρω αναστρέψιμων υδροηλεκτρικών φραγμάτων για αποθήκευση ανανεώσιμης ηλεκτροπαραγωγής. Η αποθήκευση και αξιοποίηση των υδάτων για ηλεκτροπαραγωγή και για αγροτική και περιφερειακή ανάπτυξη είναι άκρως επιβεβλημένες.
Αιολικά και Φωτοβολταϊκά: H οικονομική κρίση επηρέασε αρνητικά την ανάπτυξη έργων ΑΠΕ. Απαιτείται η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λειτουργία έργων ΑΠΕ και η αποφυγή της αναγκαστικής εγκατάλειψης δρομολογημένων ή υπό κατασκευή επενδύσεων. Η διατήρηση της προοπτικής ανάπτυξης νέων έργων ΑΠΕ προϋποθέτει την ταχεία και έγκαιρη αναμόρφωση/βελτίωση του υφιστάμενου θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου στήριξης για τις ΑΠΕ κατά τρόπο ορθολογικό που δεν οδηγεί σε υπερβολική επιβάρυνση του καταναλωτή και διαχρονικά σταθερό.
Βιομάζα: Το τεχνικά διαθέσιμο δυναμικό γεωργικών υπολειμμάτων στην Ελλάδα είναι σημαντικό∙ το 2009 αποτελείτο κυρίως από ελαιοπυρήνες, άχυρο σιτηρών, υπολείμματα αραβοσίτου, στελέχη βαμβακιού, κλαδοδέματα αμπελιών, κλαδοδέματα δέντρων και κλαδοδέματα ελιάς (συνολικά περίπου 5 εκατομμύρια τόνοι ξηρού φορτίου). Υπολογίζεται ότι η αξιοποίηση των διαθέσιμων γεωργικών και δασικών υπολειμμάτων ισοδυναμεί, ενεργειακά, με 3-4 εκατ. τόνους πετρελαίου ετησίως.
Καθαρά καύσιμα για τις μεταφορές: Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν: (1) μικρός σχετικά αριθμός εταιρειών παραγωγής και εισαγωγής βιοντίζελ (δεν υπάρχουν μονάδες μετατροπής του βιοαερίου σε βιομεθάνιο). (2) Φυσικό Αέριο κίνησης (Natural Gas), που χρησιμοποιείται μόνο ως Συμπιεσμένο ΦυσικόΑέριο - (Compressed Natural Gas, CNG). (3) Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο (LNG). (4) Υγραέριο κίνησης (LPG) . Προωθείται δυναμικά διεθνώς η χρήση ηλεκτρισμού για την κίνηση οδικών οχημάτων με τη χρήση συσσωρευτών ή υδρογόνου, απαιτείται όμως κατάλληλη υποδομή ηλεκτρικών φορτιστών και διάθεση υδρογόνου για καύσιμο κίνησης στην Ελλάδα. Η ηλεκτροκίνηση και η επέκταση της χρήσης των καθαρών καυσίμων θεωρείται αναγκαία λόγω των περιβαλλοντικών δεσμεύσεων της χώρας και της σχετικής νομοθεσίας της ΕΕ για μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των αερίων του θερμοκηπίου κυρίως από την οδική κυκλοφορία. Τα οφέλη από την παραγωγή και αξιοποίηση όλων των κατηγοριών καθαρών καυσίμων αφορούν κυρίως στο περιβάλλον, αλλά και στην ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και νέων τεχνολογιών. Η εξασφάλιση καθαρών καυσίμων και ενέργειας για τις μεταφορές είναι σημαντικός αναπτυξιακός τομέας για τη χώρα και πρέπει συστηματικά να αναπτυχθεί η σχετική τεχνογνωσία.
Το ενεργειακο μείγμα της Ελλάδας
Απαιτούνται επενδύσεις για ένα ισορροπημένο μείγμα τεχνολογιών παραγωγής, βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση, αύξηση της διαφοροποίησης των συμβατικών πηγών ενέργειας με την κατασκευή αγωγών, εγκαταστάσεων διύλισης ή αποθήκευσης φυσικού αερίου και πετρελαίου, διασυνδεδεμένα δίκτυα παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και έξυπνα δίκτυα ικανά να απορροφούν τις διακυμάνσεις στην παροχή ενέργειας από ανανεώσιμες και αποκεντρωμένες πηγές.
-Ο ηλεκτρισμός και το πετρέλαιο κυριαρχούν στην ενέργεια με το ΦA να κατέχει ποσοστό μικρότερο από 10% της οικονομικής δραστηριότητας. Το πετρέλαιο και το ΦΑ θα παραμείνουν οι κύριες πηγές ενέργειας για τις ερχόμενες δεκαετίες και θα συνεχιστούν επομένως οι ανησυχίες σχετικά με τη σταθερότητα και το κόστος του ενεργειακού εφοδιασμού.
-Η χώρα έχει ήδη εισέλθει σε σταδιακή απεξάρτηση από τη χρήση του λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή με τη σχεδιαζόμενη σταδιακή απόσυρση λόγω παλαιότητας των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων, αλλά και της μείωσης της χρησιμοποίησής τους λόγω της διείσδυσης των ΑΠΕ. Η διείσδυση των ΑΠΕ συνεχίζεται. Η ενισχυμένη κατανάλωση του ΦΑ οφείλεται στις χαμηλές εκπομπές CO2 ανά παραγόμενη ηλεκτρική κιλοβατώρα και την ευελιξία των μονάδων ΦΑ η οποία είναι απαραίτητη για τη λειτουργία των ΑΠΕ ενώ προωθείται και η διείσδυσή του στα αστικά κέντρα∙ επιπλέον, καθιστά την Ελλάδα ελκυστική σε διεθνή σχήματα για την ανάπτυξη αγωγών και την υλοποίηση σχεδίων γεωπολιτικού ενδιαφέροντος.
-Η τιμή του ΦΑ πρέπει να μειωθεί με βελτίωση των τιμών προμήθειας, τη σταδιακή απόσβεση του κόστους της αρχικής επένδυσης και την επέκταση της βιομηχανικής και οικιακής χρήσης.
Τομείς προτεραιότητας ενεργειακών επενδύσεων
Η έλλειψη χρηματοδότησης κρατά τις ενεργειακές επενδύσεις μακριά από την υλοποίηση. Υπάρχει όμως παγκοσμίως σημαντικό απόθεμα κεφαλαίων που θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί σε παραγωγικές επενδύσεις στον χώρο της ενέργειας στην Ελλάδα, το οποίο απωθείται από την ανταλλακτική σχέση «απόδοσης – κινδύνου» στη χώρα μας. Σημαντικός προβλέπεται να είναι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), τα Ευρωπαϊκά κονδύλια του Εταιρικού Συμφώνου για το Πλαίσιο Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) 2014-2020 καθώς και το Πρόγραμμα Juncker (An Investment Plan for Europe).
Σημαντικές περιοχές για ενεργειακές επενδύσεις στην Ελλάδα την επόμενη δεκαετία είναι και οι ακόλουθες:
Εξοικονόμηση ενέργειας : Πρέπει να καταστεί κύρια προτεραιότητα της εθνικής στρατηγικής ιδιαίτερα για τα κτίρια. Για την αποτελεσματική βελτίωση της Ενεργειακής Απόδοσης απαιτούνται: (α) Σχεδιασμός και εφαρμογή ενός προγράμματος βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης ως μέσο οικονομικής ανάπτυξης. (β) Εντατικοποίηση του ελέγχου σε όλους τους τομείς τελικής κατανάλωσης ενέργειας αξιοποιώντας εν πολλοίς διεθνή εμπειρία και δοκιμασμένες πρακτικές. Υπάρχουν μεγάλα αποθέματα ανθρώπινου δυναμικού και παγίου κεφαλαίου στον κατασκευαστικό κλάδο που υποχρησιμοποιούνται. (γ) Στροφή του κατασκευαστικού κλάδου προς την επένδυση βελτιώσεων θερμικών απωλειών σε υπάρχοντα κτίρια θα οδηγούσε σε αυξημένη απασχόληση και παραγωγή στον κλάδο.
Υποδομές, δίκτυα, διάδρομοι προτεραιότητας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Οι περιοχές αυτές αποτελούν μία μεγάλη κατηγορία ενεργειακών επενδύσεων. Ομοίως, η μετάβαση του Δικτύου Διανομής σε Έξυπνα Δίκτυα με χρήση των τελευταίων τεχνολογιών από τους τομείς της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, η προώθηση αποκεντρωμένων συστημάτων ηλεκτροπαραγωγής και η ενίσχυση της αποθηκευτικής ικανότητας του ενεργειακού συστήματος αποτελούν την προϋπόθεση για τη μεγαλύτερη διείσδυση των αποκεντρωμένων ΑΠΕ, τη βελτίωση της λειτουργίας των δικτύων και την εξοικονόμηση ενέργειας.
Ηλεκτρική διασύνδεση των νησιών με το Εθνικό Δίκτυο της Χώρας. Πρέπει επιτέλους να υλοποιηθεί.
Ενεργειακή Ανταγωνιστικότητα για μόνιμη και διαχρονική ανάπτυξη στην Ελλάδα. Προς τούτο επιβάλλεται να προσδιοριστούν οι συνθήκες που πρέπει να συντρέξουν ώστε οι επενδύσεις στην ενέργεια να συμβάλλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Στρατηγικής σημασίας είναι ο τεχνολογικός ενεργειακός μετασχηματισμός και η χρήση σύγχρονων, ακόμη και ανώριμων, καινοτόμων τεχνολογιών που θα ωριμάσουν στην ελληνική αγορά.
Η σταθεροποίηση της οικονομίας θα καθορίσει την ταχύτητα ανάπτυξης των επενδύσεων. Ο πολιτικός και κανονιστικός κίνδυνος αυξάνει τα περιθώρια επενδυτικού κινδύνου και υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα των ενεργειακών επενδύσεων. Η συνολική επένδυση το 2014 (σε σταθερές τιμές) ήταν περίπου στο 35% του επιπέδου της το 2007. Δυσχερέστεροι όροι δανεισμού, μειωμένη ζήτηση για ενέργεια, ρυθμιστικός κίνδυνος και μέτρα αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης επηρέασαν αρνητικά τις ενεργειακές επενδύσεις.
Αν και υπάρχει έλλειμμα χρηματοδότησης ενεργειακών επενδύσεων, υπάρχουν εν τούτοις δυνατότητες από προγράμματα, όπως «Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων», «η Πρωτοβουλία Ομολόγων Έργου», «JESSICA», «ELENA», κ.ά.
Τι προτείνεται

  • Να θεσπισθεί άμεσα Συμβούλιο Εθνικής Ενεργειακής Πολιτικής και 10ετές Αναπτυξιακό Πρόγραμμα στον τομέα της ενέργειας.
  • Να ενισχυθεί άμεσα η καινοτομία-τεχνολογική αλλαγή και να γίνει συστηματική επένδυση σε τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας για αύξηση της παραγωγικότητας.
  • Να προωθηθεί άμεσα η έρευνα και η ανάπτυξη της γεωθερμικής ενέργειας.
  • Να προωθηθεί άμεσα η έρευνα και ανάπτυξη στον τομέα των τεχνολογιών έξυπνων δικτύων.
  • Να καταστεί η εξοικονόμηση της ενέργειας κύρια προτεραιότητα της εθνικής στρατηγικής.


energia.gr

0 σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοσίευση σχολίου