Μια μονάδα «κομμένη και ραμμένη» στα μέτρα του εγχώριου λιγνίτη
Ανάρτηση:
Mavromatidis Dimitrios
την
2 Μαρ 2017
Δύο βασικές παραδοχές πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν από την... καταδίκη του “βρώμικου” λιγνίτη αλλά και των νέων τεχνολογιών για την ηλεκτροπαραγωγή με βάση το επίμαχο καύσιμο: η συμμετοχή του εγχώριου αυτού πόρου στο ενεργειακό μείγμα της χώρας και τα χαρακτηριστικά και οι δυνατότητες του συγκεκριμένου λιγνίτη.Σε αυτό το πλαίσιο ακριβώς εντάσσεται η λογική της νέας λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα 5 της ΔΕΗ, που κατασκευάζεται ήδη στη Δυτική Μακεδονία και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2020.
Αυτό που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι η νέα μονάδα σχεδιάστηκε και υλοποιείται προκειμένου να αντικαταστήσει παλιές ρυπογόνες μονάδες που ολοκλήρωσαν τον κύκλο ζωής τους και να αξιοποιήσει τα εναπομείναντα αποθέματα του εγχώριου λιγνίτη με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο σε σχέση με τις ιδιαιτερότητές του, σε επίπεδο απόδοσης και εξοικονόμησης.
Ο λιγνίτης δεν θα γίνει “πράσινος”, αλλά εφόσον διατηρεί την -περιορισμένη έστω- συμμετοχή του στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας για λόγους κυρίως οικονομικούς και κοινωνικούς, οφείλει να αξιοποιηθεί εξαντλώντας τις υπάρχουσες τεχνολογικές και άλλες δυνατότητες και υποδομές.
Η μονάδα κατασκευάζεται (ήδη βρίσκεται στο δεύτερο στάδιο) στην περιοχή εξαντλημένου κοιτάσματος στα ορυχεία Κομάνου (4 χλμ. από τον υφιστάμενο ΑΗΣ Πτολεμαΐδας και 8 χλμ. από την πόλη), θα είναι ισχύος 660 MW, αλλά και 140 MW για τη διασφάλιση της τηλεθέρμανσης στην Πτολεμαΐδα, με καύσιμο κονιοποιημένο λιγνίτη, ελάχιστο εγγυημένο βαθμό απόδοσης 41,5% (που είναι κοντά στο μέγιστο), ενώ υπάρχει πρόβλεψη για ετοιμότητα εφαρμογής τεχνολογιών δέσμευσης CO2 (CCS Ready) όταν θα είναι εμπορικά διαθέσιμες.
Θα παράγει τις ίδιες κιλοβατώρες με τις παλαιές μονάδες της Πτολεμαΐδας που έρχεται να αντικαταστήσει (τέσσερις της Πτολεμαΐδας και τις δύο “μικρές” ΛΙΠΤΟΛ), ήτοι 660 MW, όμως μέσω της τεχνολογίας που θα χρησιμοποιεί με την καύση μικρότερης ποσότητας λιγνίτη θα παράγει περισσότερη ισχύ. Υπολογίζεται ότι με 7% λιγότερη κατανάλωση λιγνίτη θα παράγει κατά 43% παραπάνω (περίπου 1 κιλό/κιλοβατώρα, από 1,5 κιλό έως σήμερα).
Η νέα μονάδα υπολογίζεται ότι θα είναι περίπου μιάμιση φορά μεγαλύτερη σε μέγεθος από την αντίστοιχη της Μελίτης στη Φλώρινα.
Παράλληλα, μέσω του νέου περιβαλλοντικού σχεδιασμού -που περιλαμβάνει όλες τις μονάδες καθαρισμού, ήτοι: σύστημα αποθείωσης, ηλεκτροστατικά φίλτρα για τη συγκράτηση σωματιδίων και σύστημα καύσεως (μεγαλύτεροι καυστήρες) με πολύ χαμηλές εκπομπές αζώτου- οι εκπομπές αναμένεται να είναι μηδαμινές, έναντι των αντίστοιχων των παλαιότερων μονάδων, μειώνοντας και τα κόστη ως προς τις τιμές δικαιωμάτων εκπομπών CO2. Πρέπει δε να ληφθεί υπόψη ότι μέχρι το 2020, οπότε θα είναι έτοιμη, θα έχουν αποσυρθεί πολλές από τις παλιές λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.
Δεδομένου ότι θα έχει το χαμηλότερο μεταβλητό κόστος (περιλαμβανομένου και του κόστους CO2), αναμένεται ότι ως μονάδα βάσης θα είναι η πρώτη σχετική μονάδα που θα μπαίνει στο σύστημα των αγορών (σ.σ.: σήμερα οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με το χαμηλότερο μεταβλητό κόστος εντάσσονται κατά προτεραιότητα στο σύστημα), ακόμα και πριν από τις μονάδες φυσικού αερίου. Το κόστος θα είναι χαμηλότερο κατά 35% έναντι των παλαιών μονάδων και κατά 50% έναντι των μονάδων συνδυασμένου κύκλου.
Εκτιμάται ότι θα μπορεί να προσφέρει τιμή 35-25 ευρώ/MWh, όταν σήμερα οι μονάδες προσφέρουν τιμή περίπου στα 40 ευρώ.
Στη μονάδα θα υπάρχει αυλή λιγνίτη που θα αξιοποιεί τα αποθέματα από τα τοπικά ορυχεία της ΔΕΗ, ενώ θα τροφοδοτείται από το ορυχείο της Μαυροπηγής (ήδη έχουν δοθεί 144 εκατ. για αποζημιώσεις απαλλοτριώσεων).
Πρέπει να επισημανθεί ότι στην αιχμή της κατασκευής θα απασχοληθούν άμεσα, συνολικά, τουλάχιστον 6.400 εργαζόμενοι, ενώ ενισχύεται και η έμμεση σχετιζόμενη με υποπρομηθευτές απασχόληση. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας το προσωπικό αναμένεται να ανέλθει σε 250-300 άτομα καλύπτοντας κατά περίπου τα δύο τρίτα τις απώλειες στην απασχόληση από την απόσυρση των παλαιών μονάδων.
“Στα μέτρα” του συγκεκριμένου λιγνίτη
Η μονάδα χαρακτηρίζεται “tailor made”, δηλαδή κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του συγκεκριμένου λιγνίτη που υπάρχει στην περιοχή, επομένως δεν μπορεί να λειτουργήσει με άλλο καύσιμο, ενδεχομένως ούτε με άλλου τύπου λιγνίτη.
Όπως επισημαίνουν στελέχη της ΔΕΗ, “είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε για τον συγκεκριμένο λιγνίτη”, που έχει χαμηλή ποιότητα, δηλαδή μειωμένη θερμογόνο δύναμη -αποδίδοντας συνακόλουθα μικρότερη ισχύ.
Επομένως η κριτική που ασκείται περί υπερτιμημένης ή υπερτιμολογημένης μονάδας, σημειώνουν, είναι λάθος, καθώς συγκρίνονται ανόμοια πράγματα. “Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτό που φτιάχνουμε είναι μια μονάδα για τον συγκεκριμένο λιγνίτη” αναφέρουν διευκρινίζοντας ότι είναι άλλο μια τάξη μεγέθους γενικά και άλλο η συγκεκριμένη κατασκευή.
Σε αυτό το πλαίσιο και βάσει των ανωτέρω χαρακτηριστικών η μονάδα θεωρείται οικονομική, κάτι που έχει αποτιμηθεί τόσο από την ίδια τη ΔΕΗ όσο και από ειδικό σύμβουλο (Credit Agricole), αλλά και από τα πιστωτικά ιδρύματα που προχώρησαν σε χρηματοδότησή της -προφανώς έχοντας αξιολογήσει θετικά τις αναμενόμενες αποδόσεις.
Τα οικονομικά
Η κατασκευή της μονάδας μαζί με τα συνοδά έργα (σύνδεση με το σύστημα, ταινιόδρομος μεταφοράς τέφρας, τροφοδοσία με λιγνίτη) αναμένεται να κοστίσει περίπου 1,4 δισ. ευρώ. Η ΔΕΗ έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση με κοινοπρακτικό δάνειο από όμιλο τραπεζών από τη Γερμανία και την Ιαπωνία που καλύπτει περίπου το μισό κόστος (739 εκατ.), με ιδιαίτερα ευνοϊκό επιτόκιο (το “καθαρό” επιτόκιο εκτιμάται ότι διαμορφώνεται στο 2,5%-3%), που εκταμιεύεται σταδιακά, σε συνάρτηση με την πρόοδο των εργασιών.
Παράλληλα η εταιρεία έχει υπολογίσει ότι θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει και με ίδιους πόρους σε σημαντικό βαθμό το έργο, χωρίς να αποκλείεται και η προσφυγή στις χρηματαγορές.
Ήδη έχει προχωρήσει στην καταβολή δύο προκαταβολών συνολικού ύψους περίπου 400 εκατ. και άλλων 100 εκατ. με την πρόοδο των έργων, οπότε εκτιμάται ότι είναι διαχειρίσιμη η καταβολή έως την ολοκλήρωση των εργασιών, το 2020, περίπου ακόμη 350 εκατ.
Δημοσίευση σχολίου