Η Μακροοικονομική αξία των εγχώριων λιγνιτών
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης περισσότεροι από 255.000 εργαζόμενοι απασχολούνται άμεσα στη βιομηχανία στερεών ορυκτών καυσίμων ενώ η αξία του άνθρακα και λιγνίτη που εξορύσσονται ετησίως ξεπερνά τα 27 δις ευρώ. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι για κάθε άμεση θέση εργασίας στην ευρωπαϊκή εξορυκτική βιομηχανία λιγνίτη συντηρούνται σε μόνιμη βάση επιπλέον 2,5 θέσεις στους τομείς που παράγουν ή προσφέρουν αγαθά, προϊόντα και υπηρεσίες τα οποία σχετίζονται άμεσα, έμμεσα ή επαγωγικά με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, γίνεται προφανής η σπουδαιότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας στερεών καυσίμων κυρίως σε περιφερειακό επίπεδο.
Στην κατεύθυνση αυτή η EURACOAL, ο ευρωπαϊκός θεσμικός φορέας των παραγωγών άνθρακα και λιγνίτη, δημοσίευσε πρόσφατα μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη αναφορικά με την μακροοικονομική αξία των ευρωπαϊκών στερεών καυσίμων. Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη αυτή, αν η Ελλάδα αποφάσιζε να θέσει εκτός λειτουργίας το σύνολο των «βρώμικων» λιγνιτικών μονάδων και τις υποκαθιστούσε με εισαγόμενο φυσικό αέριο, θα επιβάρυνε το ισοζύγιο πληρωμών της με 4,3 δις δολάρια ετησίως!
Βέβαια, το επιπρόσθετο ετήσιο κόστος των 4,3 δις δολαρίων για μια χώρα που αναζητεί απεγνωσμένα να δημιουργήσει συνθήκες πρωτογενούς πλεονάσματος, είναι από μόνο του ένα δυσβάστακτο πρόβλημα. Δυστυχώς δεν θα ήταν το μοναδικό.
Η εθνική μας λιγνιτική παραγωγή εντοπίζεται κυρίαρχα στη Δυτική Μακεδονία, σε μια Περιφέρεια στην οποία 9000 εργαζόμενοι σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη συγκεκριμένη βιομηχανία, ενώ το 25% του περιφερειακού ΑΕΠ παράγεται από τις δραστηριότητες εξόρυξης, μεταφοράς, καύσης και διαχείρισης του λιγνίτη και των παραπροϊόντων του. Κατά συνέπεια, μια άναρχα κλιμακούμενη διαδικασία απεξάρτησης από τους εγχώριους λιγνίτες θα πυροδοτούσε συνθήκες κατάρρευσης του οικονομικού και κοινωνικού ιστού της Δυτικής Μακεδονίας, ικανές να δράσουν ως ανεξέλεγκτο domino για όμορες και ευρύτερες περιοχές της Χώρας μας.
Οι διεθνείς εμπειρίες είναι υπαρκτές και ιδιαίτερα ευανάγνωστες. Στην Αγγλία και την Ουαλία, οι 90.000 θέσεις εργασίας που χάθηκαν το 1987 λόγω της διακοπής παραγωγής άνθρακα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των κυβερνόντων δεν ξαναδημιουργήθηκαν ποτέ. Στην περιοχή του Lausitz της Γερμανίας, στο διάστημα 1990-2000 η παραγωγή λιγνίτη μειώθηκε κατά 70% με αποτέλεσμα να χαθεί μεγάλο μέρος των άμεσων θέσεων εργασίας. Η ανεργία στην περιοχή, κόντρα στις υποθέσεις και τα αισιόδοξα σενάρια της τοπικής κυβέρνησης, δεν μπόρεσε να τιθασευτεί αποτελεσματικά δεδομένου ότι ολόκληρη την επόμενη δεκαετία ξεπερνούσε το 21%. Στην περιοχή του Ruhr της Γερμανίας, η αναδιάρθρωση της εξορυκτικής βιομηχανίας και οι εκτεταμένες εισαγωγές λιθάνθρακα οδηγούν τα ποσοστά ανεργίας στο 14,5%, σταθερά σχεδόν σε διπλάσιο ποσοστό από το μέσο εθνικό. Παράλληλα, ενώ το διάστημα 1992-2002 στο ομόσπονδο γερμανικό κρατίδιο της βόρειας Ρηνανίας- Βεστφαλίας υπήρξε αύξηση του πληθυσμού κατά 64.000 κατοίκους, η περιοχή του Ruhr απώλεσε λόγω μετανάστευσης 122.000 κατοίκους με προφανείς τις μεσοπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις αναφορικά με την ανάκαμψη της τοπικής οικονομίας.
Αν όλα αυτά συμβαίνουν σε οικονομικά κραταιές χώρες όπως η Γερμανία, η οποία διαθέτει τη δημοσιονομική πολυτέλεια να δαπανά ετησίως σχεδόν 100 δις ευρώ για να αντιμετωπίζει την ανεργία και τις διαθρωτικές αλλαγές, τι μπορεί να περιμένει κανείς από μια χώρα που κινείται στα όρια της πτώχευσης; Αν όλα αυτά συμβαίνουν στην περιοχή του Ruhr όπου μόνον το 2 % του οικονομικά ενεργού πληθυσμού εργάζεται στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων τι να περιμένει κανείς ότι θα συμβεί στη Δυτική Μακεδονία όπου το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει το 10%; Αν όλα αυτά συμβαίνουν στην περιοχή του Ruhr όπου η τοπική κατασκευαστική βιομηχανία εξάγει ετησίως εξορυκτικό εξοπλισμό αξίας 2,5 δις ευρώ τι θα συμβεί στη Δυτική Μακεδονία όπου η παραγωγή εξαγώγιμου εξοπλισμού είναι μηδενική; Αν όλα αυτά συμβαίνουν στο γερμανικό Ruhr όπου οι 185 μεσαίες και μεγάλες βιομηχανίες της ευρύτερης περιοχής μπορούν να απορροφήσουν τους απολυμένους της βιομηχανίας λιγνίτη, με τη βοήθεια ειδικών προγραμμάτων στήριξης, τι θα συμβεί στη Δυτική Μακεδονία όπου η λιγνιτική δραστηριότητα αποτέλεσε και αποτελεί κυρίαρχη μονοκαλλιέργεια και η ανεργία ήδη ξεπέρασε το εφιαλτικό ποσοστό του 20%;
Η γερμανική βιομηχανία, μεταξύ άλλων, επένδυσε μεθοδικά στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και κατάφερε για το 2010 να κεφαλαιοποιήσει οφέλη της τάξης των 35,5 δις ευρώ απασχολώντας 370.000 εργαζόμενους στη συγκεκριμένη, κατασκευαστική κυρίως επιχειρηματική δραστηριότητα. Είναι προφανές ότι η προστιθέμενη αξία που αποκομίζει η γερμανική οικονομία από τη στροφή στις ΑΠΕ, της επιτρέπει να υλοποιεί ρεαλιστικές πρακτικές «Πράσινης Ανάπτυξης» και να σχεδιάζει βιώσιμες πολιτικές αξιοποίησης των στερεών ορυκτών καυσίμων. Μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο στη Χώρα μας;
Με αφετηρία τη δεκαετία του 1960 εκμεταλλευτήκαμε τον Ήλιο (Helios) με τo γραφικό αναπτυξιακό concept «Syrtaki and Mousakas». Γίναμε για δεκαετίες τα γκαρσόνια της Ευρώπης, σίγουρα βιώσαμε περιόδους παχιών αγελάδων, αλλά μάλλον δεν ευτυχήσαμε στις τελικές επιλογές μας. Σήμερα, 50 χρόνια μετά, προσπαθούμε να γίνουμε τα «καθρεφτάκια» και οι ηλιακοί θερμοσίφωνες της Ευρώπης. Φοβάμαι ότι ακολουθούμε τον ίδιο αβασάνιστο, παρορμητικό και μάλλον εξυπνακίστικο τρόπο προσέγγισης. Ολόκληρη η Μεσόγειος έχει την ευτυχία να «χαίρεται» τον Άνεμο και τον «Helios» σε ισάριθμη ποιότητα και ποσότητα. Έχουμε σοβαρούς, γεωγραφικά και οικονομικά ισχυρούς ανταγωνιστές και θα ήταν τουλάχιστον συνετό να κρατάμε «μικρό καλάθι» στις προσδοκίες μας. Επιπλέον, προφανώς και δεν είμαστε μια εκκολαπτόμενη «Σαουδική Αραβία» όσον αφορά τα αποθέματα πετρελαίου και σίγουρα δεν θα γίνουμε το αντίπαλο δέος της GASPROM!
Οι εγχώριοι λιγνίτες δεν είναι αμελητέα ποσότητα στην κατεύθυνση δημιουργίας πρωτογενούς πλεονάσματος για το σύνολο της εθνικής μας οικονομίας. Κουβαλούν επενδύσεις δεκάδων δις ευρώ, συσσωρευμένη τεχνογνωσία, ισχυρούς πολλαπλασιαστικούς δείκτες στους τομείς της οριζόντιας και κάθετης απασχόλησης και της δημιουργίας προστιθέμενης οικονομικής αξίας τόσο σε περιφερειακό όσο και εθνικό επίπεδο. Προσφέρουν τα μέγιστα στην ασφάλεια του εθνικού ενεργειακού εφοδιασμού, ακόμη και με την επιβάρυνση των δικαιωμάτων εκπομπών CO2 θα παραμένουν ανταγωνιστικοί απέναντι στις μονάδες φυσικού αερίου, έχουν συγκλίνοντα και όχι αποκλίνοντα επιχειρησιακά «συμφέροντα» με μια εκτεταμένη και πρωτίστως ορθολογική ανάπτυξη των ΑΠΕ. Και επιπλέον, οι λιγνίτες μπορούν να μετατραπούν σε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας με κυρίαρχα τα καύσιμα κίνησης και το αέριο σύνθεσης. Όλες οι χώρες παραγωγοί στερεών καυσίμων επενδύουν στο κομμάτι αυτό, στην προσπάθειά τους να απεξαρτηθούν μακροπρόθεσμα από το εισαγόμενο και μελλοντικά πανάκριβο πετρέλαιο. Είναι καιρός να ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ και να σταματήσουμε να ΕΚΜΕΤΑΛΕΥΟΜΑΣΤΕ τους εγχώριους λιγνίτες.
Στην κατεύθυνση αυτή η κατασκευή της νέας λιγνιτικής μονάδας «Πτολεμαΐδα V» αποτελεί ζωτικής σημασίας υπόθεση για τη Δυτική Μακεδονία αλλά και στρατηγικής σημασίας επιλογή αναφορικά με την επιβίωση της εγχώριας λιγνιτικής βιομηχανίας. Ελάχιστη σημασία έχει αν θα την κατασκευάσει αποκλειστικά η ΔΕΗ ΑΕ ή θα ανήκει και σε ιδιώτες. Δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια της επιλογής. Οι λιγνίτες είναι περιουσία όλων των πολιτών της Δυτικής Μακεδονίας και πρωτίστως, των δεκάδων χιλιάδων ανέργων της περιοχής μας. Αυτοί και μόνον αυτοί μπορούν να θέσουν «κόκκινες γραμμές».
Ευάγγελος Καρλόπουλος
Χημικός Μηχανικός
Δημοσίευση σχολίου