Λ. Τζικριτζής: Απάντηση στο άρθρο "Εθνική Ενεργειακή Στρατηγική στη Χώρα των Μύθων"
Ενστάσεις για το λιγνίτη ή για να μην χωριστούμε σε λιγνιτομάχους και λιγνιτολάτρες
Επί της επιστολής του συναδέλφου Καρλόπουλου, που υπερασπίζεται το λιγνίτη, δυο λόγια μόνο. (Έχουμε τοποθετηθεί δημοσίως για το θέμα αυτό αρκετές φορές κι ας μην κουράζουμε άλλο).
Συμφωνούμε ότι κυκλοφορούν πολλές ακρότητες μεταξύ των υπερασπιστών των ΑΠΕ, αλλά και των συνηγόρων του λιγνίτη.
Συμφωνούμε επίσης ότι στις νέες τεχνολογίες αξιοποίησης του λιγνίτη έχουμε μείνει πίσω. (Να προσθέσω μάλιστα - ως παλιός ΑΕΒΑΛίτης - τις «ασκήσεις επί χάρτου» τη δεκαετία του 1980 στο θέμα αεριοποίησης του λιγνίτη και τα μεγαλεπήβολα σχέδια για το λιγνιταέριο που τελικώς έμειναν στα χαρτιά).
Θα διαφωνήσουμε όμως τόσο στον όρο «πράσινη ενέργεια» από το λιγνίτη όσο και στον υπολογισμό του κόστους της λιγνιτικής κιλοβατώρας.
Στο πρώτο ζήτημα, όσο σημαντικά κι αν είναι τα επιτεύγματα των νέων λιγνιτικών τεχνολογιών στον τομέα των εκπομπών CO2 και αιωρουμένων των ΑΗΣ, δεν μπορούν να κρύψουν τις «μαύρες τρύπες» και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στα ορυχεία. Όταν για να παράγεις ενέργεια καταναλώνεις τρεις μη ανανεώσιμους φυσικούς πόρους (νερά – εδάφη –λιγνίτες) και δημιουργείς σοβαρές παρενέργειες στους άλλους χρήστες – κατοίκους αλλά και στο κλίμα της γης, τότε δεν μπορείς να ονομάσεις «πράσινο» το παραγόμενο προϊόν.
Δεύτερον. Στην κοστολόγηση του λιγνίτη, που θίγεται στην επιστολή, δεν λαμβάνεται υπόψη ο φόρος στερεών καυσίμων και το «εξωτερικό κόστος» του λιγνίτη. Ο πρώτος είναι μικρός (άσχετα αν ούτε κι αυτόν τον πληρώνει η ΔΕΗ, με τις ευλογίες του κράτους). Το δεύτερο στοιχείο κόστους όμως είναι σημαντικό και υπερδιπλασιάζει το συμβατικό κόστος της λιγνιτικής. Το εξωτερικό ή περιβαλλοντικό κόστος οφείλεται, ως γνωστό, στην οικονομική ζημιά από την απώλεια ή υποβάθμιση των νερών, των παραγωγικών γαιών, στις υψηλότερες νοσηλευτικές δαπάνες λόγω περιβαλλοντικών ασθενειών κλπ. Τις δαπάνες αυτές επιβαρύνονται συνήθως οι τοπικές κοινωνίες (αυξημένο κόστος άρδευσης, ύδρευσης κλπ), αλλά και κατ’ επέκταση όλος ο πλανήτης, αν λάβουμε υπόψη το τεράστιο κόστος των κλιματικών αλλαγών και καταστροφών.
Το εξωτερικό κόστος για τα διάφορες πηγές ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων και των ανανεώσιμων, φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, ο οποίος είναι «δανεικός» από μια πρόσφατη επεξεργασία που κάναμε στους Οικολόγους Πράσινους.
Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι ενώ για την αιολική και ηλιακή ενέργεια το εξωτερικό κόστος είναι μικρό, στην περίπτωση του λιγνίτη είναι πολύ υψηλό. Αν πάρουμε το πιο ευνοϊκό σενάριο για το λιγνίτη, το εξωτερικό κόστος είναι 5 c€/kwh, γεγονός που διπλασιάζει περίπου το συνολικό κόστος της λιγνιτικής κιλοβατώρας και το εκτοξεύει στα 10 -11 c€/kwh.
Αν, τέλος, προσθέσουμε στην τιμή αυτή και το κόστος της υπόγειας αποθήκευσης του CO2 (μέθοδος CCS) που αναφέρει ο συνάδελφος Καρλόπουλος, τότε η λιγνιτική κιλοβατώρα ανεβαίνει στα 13 c€/kwh, (κόστος περίπου διπλάσιο από την αιολική κιλοβατώρα !).
Να σημειωθεί επίσης ότι η τεχνολογία CCS, η οποία επιστρατεύεται ως αντίδοτο στις εκπομπές CO2 και στα υψηλά πρόστιμα που μας περιμένουν μετά το 2013, είναι μια τεχνολογία που βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα και αντιμετωπίζει πολλές ενστάσεις. Σαφώς θα εξελιχτεί και δεν θα είναι τόσο ακριβή όσο σήμερα, αλλά το ίδιο συμβαίνει με όλες τις τεχνολογίες (και την αιολική) που εξελίσσονται συμπιέζοντας συνεχώς το κόστος τους.
Πέραν όμως του κόστους ένα βασικό πρόβλημα της μεθόδου CCS είναι να ευρεθούν μεγάλοι και στεγανοί υπόγειοι θάλαμοι κοντά στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής για την αποθήκευση τεράστιων ποσοτήτων CO2. Στην περίπτωση του Λιγνιτικού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας θα πρέπει να αποθηκεύουμε στο υπέδαφος 31.000.000 τόνους CO2 κάθε χρόνο ! Υπάρχουν τέτοιοι υπόγειοι αεροθάλαμοι σε κοντινές αποστάσεις ; Ας μας το πει το ΙΓΜΕ ή κάποιος άλλος ερευνητικός φορέας. Αν όχι, θα πρέπει να μεταφέρουμε μακριά αυτές τις ποσότητες CO2 καταβάλλοντας το ανάλογο, ιδιαίτερα υψηλό τίμημα. Καλές οι νέες τεχνολογίες, αλλά μαζί με τα πλεονεκτήματα πρέπει να παραθέτουμε και τα μειονεκτήματα.
Κατά τα άλλα θα συμφωνήσουμε ότι ο λιγνίτης «δεν παίζεται» στο θέμα της πυκνότητας ισχύος σε σύγκριση με τις ΑΠΕ, που απαιτούν μεγάλες εκτάσεις. Συνεπώς όσοι οπαδοί των ΑΠΕ υποστηρίζουν την άμεση και πλήρη υποκατάσταση των ορυκτών καυσίμων αιθεροβατούν. Ο λιγνίτης θα παραμείνει στο ενεργειακό μίγμα για άλλα 20 -30 χρόνια, αλλά με συνεχή και δραστική μείωση
Συμπέρασμα: θα πρέπει να βρούμε έναν ενδιάμεσο δρόμο για να συνεννοηθούμε. Για μας, τους θερμούς αλλά όχι - δογματικούς - υπερασπιστές των ΑΠΕ, αν επιτύχουμε το στόχο που έχουμε υπογράψει στην Ευρώπη, δηλαδή 35 % ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ το 2020, θα είναι επίτευγμα. Μπορεί να μη μας κάνει πλήρως ευτυχισμένους, αλλά σίγουρα μας αφήνει ικανοποιημένους .
Φιλικά
Λ. Τσικριτζής
Αν. καθηγητής ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας
ΥΓ . «Δυό λόγια» υποσχεθήκαμε, αλλά .. δεκαδυό είπαμε
Δημοσίευση σχολίου