.

Δημιουργώντας το ενεργειακό μας μέλλον

Άρθρο του Ξενοφώντα Μιχαηλίδη*

Με αφορμή την επιλογή στην κορυφή της ενεργειακής μας πολιτικής ανθρώπων δεδηλωμένων υποστηρικτών της «πράσινης ανάπτυξης», βιώνουμε στο μεσοδιάστημα από τις εκλογές μέχρι σήμερα μια σύγκρουση μεταξύ των υποστηρικτών των συμβατικών πηγών ενέργειας και αυτών των ανανεώσιμων. Η τεράστια φιλολογία γύρω από το συγκεκριμένο θέμα συχνά εκφράζει τη σύγκρουση αυτή ως ηθική, ως ένταση μεταξύ του ιερού και του ανόσιου. Έτσι, το να βλέπει κανείς το «εθνικό μας καύσιμο» το λιγνίτη ως απλό και πεπερασμένο είναι ανεύθυνο και πρωτόγονο, ενώ το να τον βλέπει ως πηγή ανεξάντλητων δυνατοτήτων, προηγμένο και ανθρώπινο.
Το δίλημμα συμβατικές ή ανανεώσιμες πηγές δεν είναι ηθικολογικό σχετικά με το ποιος έχει δίκιο ή άδικο. Ούτε πρόκειται για μια σύγκρουση μεταξύ των διανοούμενων του κέντρου και μιας άγριας μεθορίου, υποστηρικτών του κυβερνητικού σχεδιασμού απέναντι σε πολεμίους του, πλούσιων απέναντι σε φτωχούς, φωνών τέλος υπέρ της ανάπτυξης απέναντι στις φωνές κατά της ανάπτυξης. Και οι δύο πλευρές έχουν ισχυρή ηθική βάση. Kαι οι δύο πλευρές προτείνουν πειστικά επιχειρήματα. Αλλά και τα συμφέροντα τους τελικά συμπίπτουν παρά αποκλίνουν από ότι κανείς θα συμπέρανε από τις εκατέρωθεν αλληλοκατηγορίες. Και είναι σφάλμα να βιώνουμε την όποια σύγκρουση μόνο σαν σύγκρουση, ενώ μπορεί να αποτελεί επίσης αρχή μιας νέας ανάπτυξης, συνύπαρξης, αλλά τελικά και αρχή ενός μακροπρόθεσμου οράματος. Η αποτελεσματική απόφαση στο κάτω-κάτω δεν είναι απόρροια ομοφωνίας επί των γεγονότων. H σωστή απόφαση είναι απόρροια της κατανόησης που προκύπτει από τη σύγκρουση και τη διάσταση ανάμεσα σε αποκλίνουσες απόψεις και μέσα από τη σοβαρή μελέτη ανταγωνιστικών επιλογών.
Είναι ξεκάθαρο ότι- μετά από σοβαρή μελέτη ανταγωνιστικών επιλογών-θα απαιτηθεί μια υπέρβαση της διχοτομίας αυτής με τη δημιουργία μιας νέας σύνθεσης-ενός μεταβατικού συνδυασμού συμβατικών και εναλλακτικών μορφών-που πρέπει να προσαρμόζεται με τη διάρκεια του χρόνου, καθώς πρέπει να τηρούνται συγκεκριμένοι οικονομικοί περιορισμοί και τα οικολογικά όρια των βασικών αρχών της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής αλλά και που θα δώσει νόημα και ζωή στη μεταβατική-μεταλιγνιτική περίοδο.
Για να επενδύσει κανείς στον τομέα της ενέργειας απαιτείται να έχει σαφή άποψη στα παγκόσμια πολιτικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά θέματα καθώς και να κατανοεί τους τοπικούς εκείνους παράγοντες- κατά περιοχή και χώρα- που θα προσδιορίζουν την ανάπτυξη. Και χρειάζεται ακόμη να γνωρίζει τι προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, σε τι βαθμό έχουν αναπτυχθεί και δοκιμασθεί εμπορικά, και τελικά πως και που μπορούν-ή δεν μπορούν- να εφαρμοσθούν. Μια συγκριτική κατά συνέπεια αξιολόγηση της πληθώρας πλέον βάσης δεδομένων των εναλλακτικών λύσεων που επέλεξαν χώρες και επιχειρήσεις του πλανήτη τα είκοσι τελευταία χρόνια συνιστά πολύτιμη πυξίδα, φέρνει τις βασικές μας προκαταλήψεις στο επίπεδο του συνειδητού και συνιστά συνεπώς το πιο πολύτιμο οδηγό ελέγχου της ορθότητας των επιλογών μας για ένα μεγάλο φάσμα δυνητικών σταδίων και σεναρίων μελλοντικής εξέλιξης.
Τα διάφορα σενάρια για ένα μελλοντικό παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα παρουσιάζουν μεγάλο εύρος διακύμανσης. Υπάρχει ωστόσο γενική ομοφωνία-της ίδιας της ευρωπαϊκής ένωσης συμπεριλαμβανόμενης - Συμβούλιο Κορυφής τον Μάρτιο 2007 [COM (2006) 843final, 10.01.2007],-ότι η συνεισφορά του άνθρακα στην παγκόσμια τροφοδοσία θα αυξηθεί περισσότερο-για τις επόμενες δύο τρεις δεκαετίες τουλάχιστον-χωρίς σημαντικούς περιορισμούς από κλιματολογικές πολιτικές. Μπορούμε κατά συνέπεια να υποθέσουμε ότι ο λιγνίτης θα διατηρήσει το ρόλο του σαν σημαντική πηγή ενέργειας στις ερχόμενες δεκαετίες. Και ότι τα εναπομείναντα αποθέματα του λιγνίτη που υπολογίζονται να διαρκέσουν τριάντα περίπου χρόνια θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται- και ενδεχόμενα πιο εντατικά- εξαιτίας της μεγαλύτερης ζήτησης και της ελκυστικής τους τιμής. Αυτό καθιστά ακόμη πιο σημαντική την αποδοτική χρήση των εναπομεινάντων αποθεμάτων και την προώθηση και την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών.
Δεδομένου ότι η μέση απόδοση των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων ανέρχεται μόλις στο 30% ενώ οι πιο σύγχρονες σήμερα λειτουργούν με αποδόσεις που φθάνουν και το 45%, καθίσταται εμφανές ότι οιαδήποτε αμέλεια για την αξιοποίηση του ανεκμετάλλευτου θερμοδυναμικού δυναμικού των 15% μονάδων είναι εγκληματική.
Για αυτό και, πρωτίστως, η αναβάθμιση του Ενεργειακού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας με τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών αυξημένης απόδοσης και περιβαλλοντικής συμβατότητας αποτελεί το μοναδικό αντίβαρο και αντίδοτο στη σύγχυση και στην αβεβαιότητα που δημιουργούν οι αντιφατικοί στόχοι των βασικών αρχών της ενεργειακής πολιτικής - η περιβαλλοντική προστασία, η ασφάλεια εφοδιασμού και η εγκαθίδρυση του ανταγωνισμού - καθώς και η καθοδική φθίνουσα πλέον πορεία της παραγωγής λιγνίτη, αφού είναι αυτές οι καινοτόμες τεχνολογίες που λειτουργούν χρησιμοποιώντας έως και 35% λιγότερο καύσιμο και παράγουν αντίστοιχα πολύ λιγότερες εκπομπές CO2 από ότι οι συμβατικές τεχνολογίες.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και το εξίσου σημαντικό επίτευγμα σχεδιαστικής ευφυΐας της μηχανικής και η πολλαπλών διατάξεων εισαγωγή των εν λόγω τεχνολογικών επιτευγμάτων και στις υπάρχουσες παλιές συμβατικές μονάδες με την τεχνική του repowering, αφού βελτιώνουν σημαντικά την απόδοση τους, αυξάνουν τη δυναμικότητα τους και μειώνουν τις εκπομπές των ρύπων, επιμηκύνουν το χρόνο ζωής τους, παρατείνουν το χρόνο ζωής των λιγνιτικών αποθεμάτων. Η αύξηση δε της απόδοσης των μονάδων καθίσταται αποδοτικότερη όταν υπάρχει διαθέσιμο φυσικό αέριο.
Η εγκατάσταση τεχνολογιών αυξημένης απόδοσης και η αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων είναι ο μόνος τρόπος να παρατείνουμε την υπέρτατη καλοτυχία και ευμάρεια μας για μερικές δεκαετίες ακόμη, αλλά ταυτόχρονα να προετοιμαστούμε για να γεφυρώσουμε κατάλληλα το παρόν ενεργειακό μας καθεστώς με αυτό που θα αναδυθεί τις επόμενες δεκαετίες.
Το να είμαστε απροετοίμαστοι για ό,τι ενδεχομένως έρθει, θα ήταν μεγάλη απερισκεψία. Όμως, τι σημαίνει πραγματικά «προετοιμασμένοι». Εάν εξαντληθεί ο λιγνίτης τι μπορεί να τον αντικαταστήσει;
O μεγάλος κερδισμένος των επόμενων δεκαετιών σύμφωνα με τα σενάρια, θα είναι οι AΠE, που το μερίδιό τους πολλαπλασιάζεται και συνολικά μοιάζει να ξεπερνά ως ποσοστό στο ενεργειακό μείγμα κάθε άλλο μεμονωμένο καύσιμο. Στο ίδιο Συμβούλιο Κορυφής που προαναφέρθηκε, τον Μάρτιο 2007, η ίδια η ευρωπαϊκή ένωση υπαινίσσεται/προτείνει «τη χρήση των ορυκτών καυσίμων για συμπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και υδρογόνου σε μεγάλη κλίμακα, εγκαινιάζοντας έτσι μια ρεαλιστική και βιώσιμη πορεία προς την οικονομία του υδρογόνου».
Είναι γνωστό, όμως, ότι παρά τα αδιαμφισβήτητα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα και τη βοήθεια που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, οι ΑΠΕ δεν μπορούν ακόμα- βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον- να καλύψουν τις ανάγκες της ηλεκτρικής κατανάλωσης της χώρας μας καθώς είναι αδύνατον να απαιτήσουμε από τον ήλιο να μείνει ακίνητος στον ουρανό, να προγραμματίσουμε τη φύση να πνέει ή να βρέχει κατά το δοκούν αλλά και, το σημαντικότερο ίσως, να αποθηκεύουμε την ηλεκτρική ενέργεια που θα παράγουμε σε ευνοϊκές καιρικές συνθήκες και είναι, τέλος, οι ΑΠΕ δύο έως πέντε φορές ακριβότερες από τις συμβατικές μορφές ενέργειας. ۠
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, δεδομένου ότι ο λιγνίτης όπως και κάθε άλλο ορυκτό καύσιμο είναι πεπερασμένα, η ενεργειακή μας πολιτική πρέπει να βασισθεί στις ΑΠΕ. Είναι ανάγκη συνεπώς να διαχειριστούμε προσεκτικά τα διαθέσιμα αποθέματα μας και ταυτόχρονα να προετοιμαζόμαστε με γρήγορους ρυθμούς για τη μετάβαση μας στις ΑΠΕ.
Μπορεί ο προβλεπόμενος χρονικός ορίζοντας των είκοσι με τριάντα χρόνων συνεισφοράς του άνθρακα στην παγκόσμια τροφοδοσία, που συμβαίνει να συμπίπτει με την υπολειπόμενη διάρκεια των εναπομεινάντων αποθεμάτων λιγνίτη, να φαίνεται μεγάλος για να προσδιορίσει και να σχεδιάσει κανείς τις πολιτικές, οικονομικές και ενεργειακές του προτεραιότητες, αποτελεί ωστόσο πολύ μικρό χρονικό παράθυρο σε ιστορικό επίπεδο, και ζωτικής σημασίας χρονικό ορίζοντα για να σχεδιάσει, να ερευνήσει και να αναπτύξει κανείς ένα νέο μοντέλο.
Η κατασκευή ενός νέου παραδείγματος είναι πράγματι μια αργή και αναδυόμενη διαδικασία τόσο τεχνικά όσο και κοινωνικοοικονομικά και είναι αδύνατον να προβλέψει κανείς κάθε δυνατό ενδεχόμενο. Στην πραγματικότητα, η πρόοδος της επιστήμης αλλά και η ίδια η ανθρώπινη εξέλιξη δεν είναι μια ευθεία γραμμή αλλά συνιστά ως επί το πλείστον μια διαδικασία όπου η λύση ανακαλύπτεται μέσα από αλλεπάλληλες δοκιμές και λάθη και που συχνά ωθείται από την απόγνωση. Όπως ο Κολόμβος ή ο Μάρκο Πόλο, ξεκίνησαν να εξερευνήσουν μια νέα χώρα και αντί αυτού ανακάλυψαν έναν νέο κόσμο. Και, όπως καταδεικνύει η μετάβαση από το ξύλο στον άνθρακα, η αλλαγή από το ένα ενεργειακό καθεστώς στο άλλο συχνά θεωρείται, στη διάρκεια αρχικών σταδίων, απρόβλεπτη, χρονοβόρα, επαχθής και ανεπιθύμητη. Εξίσου διαφωτιστική είναι και η πρόσφατη αποτυχία της συνόδου της Κοπεγχάγης όπου ενώ θα έπρεπε να συζητηθούν οι κίνδυνοι από την υπερθέρμανση του πλανήτη και η αντιμετώπιση των επιπτώσεών τους, αντί αυτού συγκρούστηκαν εθνικισμοί, επενδεδυμένα συμφέροντα και ηγεμονίες.
Είναι σημαντική, ωστόσο, αυτή καθαυτή η αναγνώριση της ύπαρξης και του μεγέθους του προβλήματος γεγονός που δημιουργεί μια δυναμική διαπραγματεύσεων που μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε συνεργασίες αλλά μπορεί και να σηματοδοτήσει τη γέννηση μιας νέας ανάπτυξης. Και όταν μια αλλαγή αρχίσει να ξετυλίγεται, η δυναμικότητα της μπορεί να αλλάξει την όποια «αποτυχία» μέσα σε μια νύχτα, εάν οι επιστήμονες επιβεβαιώσουν ότι υπάρχουν ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα από την απραξία και αν οι χώρες συνειδητοποιήσουν ότι μπορούν να αποκομίσουν αμοιβαία οφέλη. Κάποια στιγμή όταν εμφανίζεται η ταυτόχρονη συγκέντρωση πολλών γεγονότων μαζί, όταν ξεπεράσουν ένα συγκεκριμένο κατώφλι, το άθροισμα των επιδράσεων τους αποκτά ιδιαίτερη σημασία και δυναμική που δημιουργούν βασικές αποφασιστικές επιστημονικές προόδους.
Τότε οι ΑΠΕ θα βρίσκονται εντός του άμεσου οπτικού μας πεδίου.
Μπορεί η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΑΠΕ να παραμένει δύο με πέντε φορές ακριβότερη από ό,τι η συμβατική ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ορυκτά καύσιμα, όμως το κόστος συνεχίζει να μειώνεται χάρη στις νέες τεχνολογικές καινοτομίες και τις μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακας, καθώς εκατοντάδες νέες εταιρείες, καθώς δεκάδες από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές αλλά και χώρες του κόσμου, μπαίνουν στην αγορά αυτή με την ελπίδα να κερδίσουν τον αγώνα δρόμου. Καθώς το κόστος της σχετικής τεχνολογίας θα συνεχίζει να μειώνεται κατακόρυφα, τα σχετικά προϊόντα θα γίνουν διαθέσιμα στο ευρύ κοινό, όπως συνέβη και με τα ραδιόφωνα, τις τηλεοράσεις, τους υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα. Το ότι θα υπάρξει κάποιος νικητής στον αγώνα δρόμου είναι βέβαιο, αλλά δεν ισχύει καθόλου το ίδιο και για το χρόνο που θα χρειασθεί για να αναδειχθεί ο νικητής. Εκείνο που είναι επίσης βέβαιο είναι ότι η οποιαδήποτε δική μας προσπάθεια για την δημιουργία του ενεργειακού μας μέλλοντος μόνον οφέλη μπορεί να έχει.
Εάν απλά παίζουμε ή καθυστερούμε με την ιδέα της μετάβασης πιστεύοντας ότι υπάρχει αρκετός φθηνός λιγνίτης ακόμη για να καλύψει τις ανάγκες μας θα βρεθούμε εντελώς απροετοίμαστοι για μια έγκαιρη γεφύρωση και μετάβαση προς το νέο αναδυόμενο ενεργειακό καθεστώς. Οι αντηχήσεις της αρχαίας Ελλάδας στη σύγχρονη δείχνουν παραστατικά τι πρέπει να κάνουμε για να μη χάσουμε και πάλι το τρένο της τεχνολογίας. Ο Επιμηθέας, που ο Πίνδαρος τον αποκάλεσε «οψίνοο», άρχιζε πάντα να δραστηριοποιείται μετά τα γεγονότα αντίθετα με τον αδελφό του τον Προμηθέα, που ήταν προνοητικός και προέβλεπε τα πάντα. Στο σύγχρονο μάνατζμεντ τους αποκαλούμε proactive και reactive αντίστοιχα. Η απρονοησία μας-η βραχυπρόθεσμη και αντανακλαστική λόγω του πολιτικού κόστους λήψη αποφάσεων που τόσο συχνά χαρακτηρίζει τους εκλεγμένους πολιτικούς μας, - θυμίζει τον Επιμηθέα. Ο Προμηθέας - η μακροπρόθεσμη, τολμηρή, θαρραλέα και διορατική σκέψη και απόφαση σε μια στιγμή που τα προβλήματα έχουν γίνει αισθητά, αλλά πριν ακόμα αποκτήσουν διαστάσεις κρίσης, - σήμερα απουσιάζει.
Αν απέναντι στην καταθλιπτική αυτή κατάσταση του βραχυπρόθεσμου τρόπου λήψης αποφάσεων η νέα ηγεσία της ενεργειακής μας πολιτικής προκρίνει το παράδειγμα της θαρραλέας μακροπρόθεσμης και καινοτόμας σκέψης, τότε αυτό που βιώνουμε από τις εκλογές έως σήμερα δεν είναι η εισβολή διαστημικών πλασμάτων αλλά μια μεγάλη μεταβολή «παραδείγματος» στην παραγωγή ενέργειας. Μια μεταβολή την οποία μάς επιβάλλουν τα γεγονότα και οι αμείλικτοι νόμοι της θερμοδυναμικής. Μια μεταβολή που μπορεί να δώσει νόημα και ζωή στη μεταβατική μεταλιγνιτική περίοδο. Ίδωμεν.

*Ο Ξενοφώντας Μιχαηλίδης είναι Χημικός Μηχανικός, BS, MS Columbia University, MBA University of Sheffield, μέλος της Τ.Ε 15 του Ενεργειακού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας και Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ.

0 σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοσίευση σχολίου