.

Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δκαστηρίου, ανατρέπει τα δεδομένα για τις απαλλοτριώσεις ιδιοκτησιών

Από τα attikanea.blogspot.com...

Τα πάνω κάτω φέρνει Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο θέμα των απαλλοτριώσεων ιδιωτικων ιδιοκτησιών, όχι μόνο για την Ελληνική κυβέρνηση, αλλά και για την .."ανεξάρτητη" Ελληνική Δικαιοσύνη.
Σύμφωνα με την απόφαση η οποία έλαβε τον κωδικό "ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΣΑΛΑΠΑΤΑΣ", αναφέρεται σε προσφυγή Ελλήνων κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ύστερα από αναγκαστική απαλλοτρίωση των ιδιοκτησιών τους.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Χάγης, η οποία αποτελεί νομικό δεδομένο, ανατρέπονται οι μέχρι τώρα δικαστικές αποφάσεις των Ελληνικών Δικαστηρίων και..αρχίζει ο πονοκέφαλος για την κυβέρνηση, που ειναι υποχρεωμένη να δεχθεί και να εφαρμόσει το νέο νομικό καθεστως που της επιβάλει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Ανατρέπονται έτσι σχεδιασμοί μεγάλων έργων, καθώς οι ελληνικές κυβερνήσεις, λειτουργωντας με την λογική του.."ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΜΕΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΣΣΟΜΕΝ" έστελναν στον Καιάδα τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν προέβαιναν σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις..
Η Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, δέον να ανατρεψει και τα μέχρι τώρα δεδομένα μεγάλων έργων, όπως οι ΧΥΤΑ σε ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ, ΦΥΛΗ, ΚΕΡΑΤΕΑ...και οπου έχουν πραγματοποιηθεί αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και η ..."ανεξάττητη" ελληνική δικαιοσύνη, απέρριπτε αντίστοιχες προσφυγές των θιγόμενων ιδιοκτητων ιδιοκτησιών..


ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

Υπόθεση ΤΣΑΛΑΠΑΤΑΣ και λοιποί κατά Ελλάδας

(Προσφυγή υπ’ αριθμ. 6667/09)

Απόφαση

Στρασβούργο, 18 Οκτωβρίου 2011


Η απόφαση αυτή είναι οριστική. Μπορεί να επέλθουν μερικές αλλαγές στην μορφή.

Στην υπόθεση Τσαλαπάτας και λοιποί κατά Ελλάδος,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Τμήμα), που συνεδρίασε σε Επιτροπή με την ακόλουθη σύνθεση:
Anatoly Kovler, Πρόεδρο
Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος
Erik Mose, Δικαστές,
και Αναπληρωτή Γραμματέα Τμήματος τον Andre Wampach,
Αφού διασκέφθηκε σε Συμβούλιο στις 27 Σεπτεμβρίου 2011,

Εξέδωσε την ακόλουθη απόφαση, που υιοθετήθηκε την ημερομηνία αυτή:...

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Η υπόθεση προέκυψε μετά από προσφυγή (αρ. 6667/09) κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, έξι Έλληνες πολίτες τα ονόματα των οποίων παρουσιάζονται στο παράρτημα, προσέφυγαν στο Δικαστήριο στις 13 Ιανουαρίου 2009 δυνάμει του άρθρου 34 της Σύμβασης Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών («η Σύμβαση»).
Οι προσφεύγοντες εκπροσωπούνται από τον Δικηγόρο Αθηνών Απ. Παπακωνσταντίνου. Η Ελληνική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσωπείται από τους πληρεξουσίους της, την κα Κ. Παρασκευοπούλου, Σύμβουλο στο Νομικό Συμβούλιου του Κράτους, και τον κ. Ι. Μπακόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 2011, η Πρόεδρος του Πρώτου Τμήματος αποφάσισε να κοινοποιήσει την προσφυγή της Κυβέρνησης. Κατ’ εφαρμογή του Πρωτοκόλλου υπ’ αριθμ. 14, η προσφυγή παραπέμφθηκε σε Επιτροπή τριών δικαστών.


ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ
Ι. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Οι έξι προσφεύγοντες γεννήθηκαν στις ημερομηνίες που αναφέρονται στο Παράρτημα.
Οι προσφεύγοντες είναι συνιδιοκτήτες ενός οικοπέδου γης στην περιοχή του Βόλου. Στις 26 Αυγούστου 1986, κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση στην ιδιοκτησία τους, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 719/1986 προεδρικό διάταγμα. Μεταγενέστερα, την 1η Αυγούστου 2002, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής ζητώντας την ανάκληση της δέσμευσης της περιουσίας τους εφόσον η διαδικασία της απαλλοτρίωσης δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί και δεν είχε επιδικαστεί σε αυτούς καμία αποζημίωση.
Στις 18 Νοεμβρίου 2002 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν προσφυγή κατά των Ελληνικών Αρχών ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου προσβάλλοντας τη σιωπηρή άρνηση των αρχών να ανακαλέσουν την απαλλοτρίωση της περιουσίας τους.
Στις 7 Ιουλίου 2005 δημοσιεύθηκε προδικαστική απόφαση ζητώντας από τις αρχές να υποβάλλουν πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία ενός είκοσι ημερών (απόφαση υπ’ αριθμ. 241/2005). Στις 13 Ιουλίου 2006 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου ζητώντας να οριστεί δικάσιμος το συντομότερο δυνατόν.
Η ακροαματική διαδικασία έλαβε χώρα την 5 Μαρτίου 2009.
Με απόφαση της 25ης Ιουνίου 2009 το Διοικητικό Πρωτοδικείο Βόλου έκανε δεκτή την προσφυγή των προσφευγόντων (απόφαση υπ’ αριθμ. 144/2009).
Στις 22 Ιανουαρίου 2010 η Κυβέρνηση άσκησε αναίρεση, που περιοριζόταν σε νομικά ζητήματα, ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου προσβάλλοντας την προαναφερόμενη απόφαση (έφεση υπ’ αριθμ. 1099/2010). Αποκαλύφθηκε από τα στοιχεία του φακέλου ότι αυτές οι διαδικασίες ακόμα εκκρεμούν.


II. ΤΟ ΟΙΚΕΙΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ( νόμος υπ’ αριθμ. 2783/41) έχουν ως εξής:

`Αρθρο 104

«Για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου, που ανάγονται σε έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα».

`Αρθρο 105

«Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών».

Οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν την έννοια της ειδικής ζημιογόνου πράξης δημοσίου δικαίου, που δημιουργούν εξωσυμβατική ευθύνη του δημοσίου. Η ευθύνη αυτή προκύπτει από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις. Οι σχετικές πράξεις μπορεί να είναι, όχι μόνο νομικές πράξεις, αλλά και υλικές πράξεις της Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων πράξεων μη εκτελεστών καταρχήν (Κυριακόπουλος, Σχόλια Αστικού Κώδικα, άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, αρ. 23, Φίλιος, Δίκαιο συμβάσεων, ειδικό μέρος, τόμος 6, αδικοπρακτική ευθύνη 1977, παρ. 48 Β112, Σπηλιωτόπουλος, Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη έκδοση, παρ. 217, ΑΠ 535/1971, Νομικό Βήμα, 19ο έτος, σ. 1414, ΑΠ 492/1967, Νομικό Βήμα, 16ο έτος, σελ. 75). Το παραδεκτό αγωγής προς αποζημίωση υπόκειται σε ένα όρο: την παράνομη φύση της πράξης ή της παράλειψης.

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Ι. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΠΑΡ.1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η διάρκεια των διαδικασιών παραβίασε την αρχή της «εύλογης προθεσμίας» όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 6 παρ.1 της Σύμβασης, που ορίζει ότι:

«Πάν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή (…) εντός λογικής προθεσμίας υπό δικαστηρίου, (…) το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, (…)».

Η Κυβέρνηση αμφισβήτησε το επιχείρημα.
Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η υπό κρίση περίοδος άρχισε στις 18 Νοεμβρίου 2002, όταν οι προσφεύγοντες υπέβαλαν προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου, και ακόμα δεν έχει λήξει, αφού, σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, οι διαδικασίες ακόμα εκκρεμούν ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου. Διήρκησε λοιπόν πάνω από οκτώ χρόνια και (οκτώ μήνες) για δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Α. Επί του παραδεκτού

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η προσφυγή αυτή δεν είναι προδήλως αβάσιμη με βάση το νόημα του άρθρου 35 παρ. 3 (α) της Σύμβασης. Περαιτέρω διαπιστώνει ότι δεν αντίκειται σε κανένα άλλο λόγο απαραδέκτου. Επομένως, πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

Β. Επί της ουσίας

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας κρίνεται ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια: την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, την συμπεριφορά των προσφευγόντων και των αρμόδιων αρχών και την σημασία της διαφοράς για τους προσφεύγοντες (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, Fryndlender κατά Γαλλίας [GC], αρ. 30979/96, παρ. 43, ECHR 2000-VII).
Το Δικαστήριο έχει εντοπίσει, συχνά, παραβιάσεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης σε υποθέσεις που εγείρουν ζητήματα παρόμοια με αυτή της παρούσας υπόθεσης (βλέπε Frydlender, προαναφερθείσα).
Έχοντας εξετάσει το σύνολο των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η Κυβέρνηση δεν έχει υποβάλλει κανένα στοιχείο ή ισχυρισμό, που είναι ικανά να το πείσουν να καταλήξει σε διαφορετική απόφαση στην παρούσα υπόθεση. Έχοντας υπόψη την πάγια νομολογία του στο θέμα αυτό, το Δικαστήριο, θεωρεί, ότι στην υπόψη υπόθεση, η διάρκεια των διαδικασιών ήταν υπερβολική και δεν πληρούσε τη απαίτηση του «εύλογου χρόνου». Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1.

ΙΙ. ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται επίσης ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά τους στην ιδιοκτησία κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, αφού παρά την πάροδο μακρού χρόνου από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας τους, δεν τους έχει απονεμηθεί καμία αποζημίωση για την δέσμευσή της.
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να υποβάλλουν αστική αγωγή αποζημίωσης κατά του Κράτους υπό τις διατάξεις 104 και 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ζητώντας αποζημίωση για την απώλεια εισοδήματος εξαιτίας της δέσμευσης της περιουσίας τους και κατά συνέπεια την έλλειψη ειρηνικής απόλαυσής της (βλ. Ρουσσάκης και λοιποί κατά Ελλάδος (απόφ.), αρ. 15945/02, 8 Ιανουαρίου 2004 και Αμαλία Α.Ε και Κουλουβάτος Α.Ε κατά Ελλάδος (απόφ.), αρ. 20363/02, 28 Οκτωβρίου 2004). Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι προσφεύγοντες δεν έκαναν κανέναν ισχυρισμό που να αφορά την διαθεσιμότητα του εν λόγω επανορθωτικού μέτρου.
Συνεπώς, εν όψει των ανωτέρω, αυτός ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 35 παρ. 1 και 4 της Σύμβασης για μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΟΜΟΦΩΝΑ

Κηρύσσει την προσφυγή παραδεκτή ως προς την αιτίαση σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας και απαράδεκτη ως προς τα υπόλοιπα.
Αποφαίνεται ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης,
Αποφαίνεται

(α) ότι το καθ’ου η προσφυγή Κράτος πρέπει να καταβάλλει στους προσφεύγοντες εντός τριών μηνών τα ακόλουθα ποσά:

0 σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοσίευση σχολίου