Ανάρτηση:
Mavromatidis Dimitrios
την
3 Φεβ 2014
Μια μεγάλη συζήτηση για το υψηλό κόστος ενέργειας βρίσκεται σε εξέλιξη το τελευταίο διάστημα, με αφορμή τη διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ ενεργοβόρου βιομηχανίας και ΔΕΗ. Η κυβέρνηση, αν και αντιλαμβάνεται πλήρως το αίτημα της βιομηχανίας για «ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας», παρακολουθεί αμήχανη τις εξελίξεις κυρίως γιατί πρωτίστως αντιλαμβάνεται πολύ καλύτερα από τον καθένα ότι φθηνό ρεύμα χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά ηλεκτρισμού δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτό που κυρίως προκαλεί εντύπωση, όμως, είναι το γεγονός ότι παρότι το μοντέλο της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού από το 2011 βρίσκεται στα όρια της χρεοκοπίας και παράγει συνεχώς αδιέξοδα και ελλείμματα, που καταλήγουν σε επιβαρύνσεις για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, οι στρεβλώσεις εξακολουθούν να αποτελούν τον βασικό πυλώνα της «εθνικής ενεργειακής στρατηγικής».
Η «ρίζα του κακού» βρίσκεται στις επιλογές για το άνοιγμα της αγοράς στις αρχές της δεκαετίας του 200
0. Βραχυπρόθεσμα πολιτικά και συνδικαλιστικά συμφέροντα και επιμέρους επιχειρηματικές επιδιώξεις επέβαλαν ένα μοναδικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα μοντέλο, «ανταγωνισμού» και παράλληλης διατήρησης του κρατικού μονοπωλίου της ΔΕΗ. Η ανάπτυξη αυτού του μοντέλου, αλλά και η επιβίωσή του στη συνέχεια, στηρίχτηκε στις πλάτες των καταναλωτών. Οι ιδιωτικές μονάδες για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν το μονοπώλιο της ΔΕΗ, αφού δεν διέθεταν πρόσβαση σε φθηνές πρώτες ύλες όπως οι λιγνίτες και τα νερά, κρίθηκε ότι έπρεπε να επιδοτηθούν. Αυτό έγινε με τρόπο που ουσιαστικά κατήργησε κάθε κίνητρο ανταγωνισμού, αφού διασφάλιζε από τη μία σίγουρη αγοράστρια τη ΔΕΗ και παράλληλα εγγυημένο έσοδο μέσω δύο μηχανισμών που θεσμοθετήθηκαν επ’ αυτού. Με τον πρώτο, θεσπίστηκαν τα Αποδεικτικά Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ) μέσω των οποίων η κάθε μονάδα παραγωγής αμείβεται από τον Διαχειριστή του Συστήματος (ΑΔΜΗΕ) για την ισχύ που μπορεί να διαθέσει στο σύστημα. Η αμοιβή αυτής της διαθεσιμότητας ορίστηκε αρχικά στα 35.000 ευρώ/MW ετησίως, το 2011 αναπροσαρμόστηκε στα 45.000 ευρώ/MW και εν μέσω κρίσης, τον Ιούλιο του 2013, με αναπροσαρμογή της ΡΑΕ εκτοξεύθηκε για τις μονάδες φυσικού αερίου στα 90.000 ευρώ/MW! Η συνολική επιβάρυνση από την αναπροσαρμογή των ΑΔΙ για τους καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος υπολογίζεται σε περίπου 680 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Ο δεύτερος μηχανισμός επιδότησης των ιδιωτικών μονάδων φυσικού αερίου αφορά την ανάκτηση του μεταβλητού κόστους λειτουργίας τους. Ο μηχανισμός αυτός διασφάλιζε πλήρως το μεταβλητό κόστος των μονάδων συν ένα ποσοστό 10% ανεξαρτήτως του κόστους καυσίμου και της πορείας της αγοράς. Το κόστος αυτού του μηχανισμού το 9μηνο του 2013 ανήλθε στα 304 εκατ. ευρώ. Στις στρεβλώσεις αυτές προστέθηκε το κόστος από τα μεγαλεπήβολα σχέδια για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Οι καταναλωτές κατέβαλαν για την «πράσινη» ενέργεια μόνο το 2013 περί τα 626 εκατ. ευρώ μέσω του τέλους ΑΠΕ, ενώ παραμένει ένα έλλειμμα της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ, το οποίο θα κληθούν πολύ σύντομα να καλύψουν μέσω νέας αύξηση του τέλους ΑΠΕ. Το ποσό αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω το 2014 λόγω της μεγάλης διείσδυσης των φωτοβολταϊκών, η παραγωγή των οποίων απολαμβάνει εγγυημένη τιμή (μεσοσταθμική το 2013) στα 397,8 ευρώ η μεγαβατώρα όταν το κόστος της λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ υπολογίζεται στα 59 ευρώ η μεγαβατώρα και των μονάδων φυσικού αερίου στα 100 ευρώ η μεγαβατώρα. Ο συνεχής εκτοπισμός του λιγνίτη από το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής έναντι των ακριβών ΑΠΕ και του εισαγόμενου φυσικού αερίου θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε υψηλές τιμές ρεύματος.
Με 700 εκατ. τον χρόνο επιβαρύνονται οι καταναλωτές για την ηλεκτροδότηση των μη διασυνδεδεμένων νησιών με πανάκριβες και ρυπογόνες μονάδες μαζούτ, επειδή τα έργα ηλεκτρικής διασύνδεσης καθυστερούν, προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων.
Βασικός συντελεστής, τέλος, του υψηλού κόστους ρεύματος στην Ελλάδα είναι οι φόροι και τα διάφορα τέλη. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Εurelectric (εκπροσωπεί τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας) στην Ελλάδα οι φόροι στην ηλεκτρική ενέργεια αυξήθηκαν την περίοδο 20082012 κατά 82%, όταν η μέση αύξηση φορολόγησης σε επίπεδο Ε.Ε. ανήλθε το ίδιο διάστημα στο 29%.
(της Χρύσας Λιάγγου, Καθημερινή της Κυριακής, 2/2/2014)
Δημοσίευση σχολίου